Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ

ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙ ΤΣΟΥΙΚΟΦ 11 τη σόλα του παπουτσιού πάνω τους, το έκαναν σαν να συνέθλιβαν κατσαρίδες. Ποιος ο λόγος να συμπεριφέρονται κάποιοι εκεί μέσα σαν να συνθλίβουν κατσαρίδες; Τι ξέρουν κατά βάθος γι’ αυτές; Αυτό δεν άρεσε στον ηλικιωμένο σ. να το βλέπει μέσα στον ιερό περίβολο. Καμπούριασε το κορμί του, τέντωσε αργά το γεροντικό χέρι και έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλα υπολείμματα μιας γόπας, το ίδιο αργά τα έφερε στην άκρη της μύτης του και μύρισε. Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε δυσαρέσκεια, μεταφραζόταν στη νοηματική γλώσσα περίπου ως εξής: Δεν είναι σαν τον παλιό καπνό από τους δικούς μας καπνεργάτες. Θυμήθηκε τη νεανική ηλικία του που κάπνιζε λαθραίο καπνό από μεγάλα σκληρά καπνόφυλλα, τα οποία τους προμήθευαν οι δικοί τους μέσω του παράνομου δικτύου του καπνεργάτη αρχιστράτηγου Μάρκου, κατάλληλα σε έκτακτες καταστάσεις ακόμα και να σολιάσεις αρβύλες αντάρτη· τα ψιλόκοβε με την ακονισμένη ξιφολόγχη, που την έκρυβε στη μάλλινη κάλτσα. Ο καπνός που έβγαινε από τα σπλάχνα στον αέρα ήταν μαύρος και παχύς σαν από εξάτμιση σακαράκας στο ξεκίνημά της. Δεν έφταιγαν τα φύλλα του καπνού, ήταν καπνός άριστης ποιότητας, καλλιεργημένος από δικούς μας καπνεργάτες· το δύσοσμο μαύρο σύννεφο της εκπνοής του καπνιστή οφείλονταν στα γραφόμενα που ήταν τυπωμένα στα αυτοσχέδια τσιγαρόχαρτα με τα οποία στρίβαμε τσιγάρα – τι καπνό θα έβγαζε το χαρτί της εφημερίδας Ακρόπολις, μαυρίλα και πίσσα. Τέτοιον καπνό ξαναείδε δεκαετίες μετά, όταν έκαψε τις δικογραφίες σε ένα νταμάρι στο Μαρκόπουλο, μέσα σε ένα μεταλλικό βαρέλι πετρελαίου. Αγχωμένος, θυμωμένος, τις ξεχώριζε με τη βοήθεια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=