Τα άνθη του κακού

13 Ο ΗΛΙΟΣ Γρίλιες σε σπίτια άθλια στη συνοικία Κρύβουν καλά τόση αφανέρωτη λαγνεία. Ήλιος αλύπητος όταν διπλοχτυπάει, Πόλη και στέγες και αγρούς σαν πολεμάει, Σε μιαν αλλόκοτη θ’ ασκούμαι ξιφασκία, Της ρίμας το αβέβαιο ερευνώντας στη γωνία, Σκοντάφτοντας στις λέξεις, πέτρες λες του δρόμου, Σε στίχους πέφτοντας που άκουγα στ’ όνειρό μου. Πατέρας που μας θρέφει, τη χλώρωση νικάει, Στίχους σαν τριαντάφυλλα στο χώμα γεννάει· Ψηλά στον ουρανό τις έγνοιες εξατμίζει, Το νου και τις κυψέλες μέλι τις γεμίζει. Kαι ξανανιώνει όποιον έχει δεκανίκια, Τον φτιάχνει ολόχαρο, γλυκό σαν τα κορίτσια· Προστάζει τη σοδειά μεστό καρπό να κάνει Μες στην αθάνατη καρδιά, που άνθη βγάνει! Κι όταν τις πολιτείες σαν ποιητής διασχίζει, Το κάθε τιποτένιο πράγμα εξευγενίζει· Φτάνει σα βασιλιάς, δίχως ακολουθία, Μέσα στα μέγαρα και τα νοσοκομεία.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=