Τα άνθη του κακού
11 ΤΟΠΙΟ Στίχο αγνό για να ’χουν τα ειδύλλιά μου, Σαν αστρολόγος, με τον ουρανό κοντά μου, Θέλω να κοιμηθώ ∙ και στις καμπάνες πλάι Ύμνους λαμπρούς ν’ ακούω, που ο άνεμος φυσάει. Απ’ τη σοφίτα, το πιγούνι μου κρατώντας, Το εργαστήριο, που τραγουδά φλυαρώντας, Θα κοιτώ ∙ καμπαναριά, φουγάρα σαν κατάρτια, Την αιωνιότητα μες στ’ ουρανού τα πλάτια. Είναι γλυκό πολύ ν’ ανάβουν στην ομίχλη Τ’ αστέρια εκεί ψηλά, στα παραθύρια οι λύχνοι, Ποτάμι από καπνούς στα ύψη να γλιστράει, Και το φεγγάρι τη μαγεία του να σκορπάει. Την άνοιξη θα δω, και καλοκαίρια αιώνια, Χειμώνες που θα ’ρθούν με μονότονα χιόνια ∙ Τότε πόρτες, παράθυρα καλά θα κλείσω, Μες στις νυχτιές παλάτια μαγικά να χτίσω. Και θα ονειρεύομαι ορίζοντες γαλάζιους, Κήπους και πίδακες που κλαιν μες σε αλαβάστρους, Φιλήματα, πουλιά, το βράδυ ή με τον ήλιο, Κι ό,τι πιο παιδικό έχει εντός του ένα Ειδύλλιο. Μάταια η Εξέγερση στο τζάμι θα ουρλιάζει, Στιγμή απ’ τo γραφείο δε θα με αποσπάσει ·
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=