Ταχυδρομείο
T Σ Α Ρ Λ Σ Μ Π Ο Υ Κ Ο Β Σ Κ Ι 16 Νομίζω ότι ήταν η δεύτερη μέρα μου σαν εποχια κός Χριστουγέννων, που βγήκε και ήρθε δίπλα μου εκείνη η μεγαλόσωμη γυναίκα και άρχισε να με συ νοδεύει καθώς μοίραζα τα γράμματα. Λέγοντας με γαλόσωμη εννοώ ότι είχε μεγάλο κώλο και μεγάλα βυζιά, και ότι ήτανε χοντρή σε όλα τα σωστά σημεία. Έδειχνε λίγο τρελή αλλά εγώ συνέχιζα να κοιτάζω το κορμί της χωρίς να νοιάζομαι. Μίλαγε και μίλαγε και μίλαγε. Έπειτα το ξεφούρ νισε. Ο άντρας της ήτανε αξιωματικός σ’ ένα νησί πολύ μακριά, κι εκείνη ένιωθε μόνη, ξέρεις, και ζούσε σ’ ένα σπιτάκι εκεί πίσω δίχως κανέναν. «Τι σπιτάκι;» ρώτησα. Έγραψε σ’ ένα χαρτί τη διεύθυνσή της. «Κι εγώ είμαι μονάχος» της είπα «γι’ αυτό θα ’ρθω απόψε για να μιλήσουμε». Εγώ ήμουν ήδη κρεμασμένος, αλλά η κρεμάλα μου τον περισσότερο καιρό έλειπε, βόσκαγε κάπου, οπότε τις νύχτες πραγματικά ένιωθα μόνος. Ένιωθα μόνος για κείνη την κωλάρα που στεκόταν δίπλα μου. «Εντάξει» είπε εκείνη «τα λέμε απόψε». Ήτανε όντως καλή περίπτωση, καλό κρεβάτι, αλλά όπως με όλα τα καλά κρεβάτια, έπειτα από την τρίτη ή τέταρτη φορά άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου και δεν ξαναπάτησα. Όμως δεν μπορούσα να μη σκεφτώ, Θεέ μου, πως
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=