Ταξί

T A Ξ I 15 ρά του όταν τα κλείνει. Ένας ορίζοντας βιολετής, μαβής, γαλάζιος, μαύρος, κόκκινος, αλλά πάντα ανήσυχος, σαν ένα σάβανο που το τραβούσαν από τη μια μεριά στην άλλη, αλλά κανείς δεν κατά- φερε να σκίσει. Ο μελαγχολικός ταξιτζής, το θλιμμένο παιδί, ο μοναχικός τα- ξιτζής. Η θέα της πόλης από εκείνο το μπαλκόνι, έτσι όπως τη χάζευε από παιδί, περιέκλειε όλη τη ζωή του. Εκεί, σ’ αυτά τα κτίρια ζούσαν και κοιμούνταν η γυναίκα που θα αγάπαγε, φίλοι και εχθροί. Σ’ αυτούς τους δρόμους θα συνέβαιναν όσα δεν είχαν γίνει. Ολάκερη η ζωή του, κλεισμένη σε μια κάψουλα, με όλους τους χρόνους να ’ναι ένας. Ο Σαντίνο παρακολουθούσε, αλλά δεν άγγιζε. Έπρεπε να κατέβει και να δοκιμάσει. Τα δώρα, τα φιλιά. Να μεθύσει. Με λικέρ και δηλητήριο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=