Ταξί

C A R L O S Z A N O N 24 ʹ λεπίδες. Η γιαγιά του, η Λουθία, του έλεγε ότι τη νύχτα ο Θεός μάς γυρνά την πλάτη. Ρίχνει το βλέμμα Του αλλού, φωτίζει άλ- λους όσο εμείς δεν Τον σκεφτόμαστε. Τη νύχτα μάς ξεχνάει τε- λείως, ποιος ξέρει, μπορεί και για πάντα. Γι’ αυτό και το μόνο που μας μένει είναι να προσευχόμαστε πολύ και συνέχεια, να Τον παρακαλάμε ψιθυριστά ή ακόμα και να φωνάζουμε, ώστε, παρά το ότι είναι βράδυ, Αυτός να μας ακούσει και να στρέψει πάλι το βλέμμα Του σ’ εμάς πριν ξημερώσει. Αυτό έλεγε η τρελή γιαγιά του, που θα την αποτέφρωναν σε λίγες ώρες. Στη Λόλα δεν αρέσει που κοιμάται στον καναπέ. Στη Λόλα δεν αρέσει η αϋπνία του. Στη Λόλα δεν αρέσει που χάνεται στην πόλη απ’ τα άγρια χαράματα. Η Λόλα είναι μικρότερη από τον Σαντίνο, κοντεύει τα σαρά- ντα. Μικροκαμωμένη, καλοσχηματισμένη, με γωνίες, κάπως αντρικά χαρακτηριστικά και μαύρα μαλλιά, για κάποιους ωραία, για άλλους αδιάφορη. Ο Σαντίνο είναι γοητευτικός, ίδιο χρώμα μαλλιά μ’ εκείνη, ψηλός, οριακά τον λες χοντρό, και μαύρα μάτια άψυχα ώρες ώρες πάνω σ’ ένα πρόσωπο που αλλάζει όψη λες κι ανήκει σε διαφορετικούς ανθρώπους ανάλογα με το αν είναι αφηρημένος ή προσέχει, καλοδιάθετος ή στις μαύρες του. Το πιο χαρακτηριστικό όμως γνώρισμα του Σαντίνο, που το έχει από τη μητέρα του, είναι οι μαύρες και μικροσκοπικές φακίδες του, σκόρπιες στο στήθος, στα χέρια και στο πρόσωπο, σαν να του ’ριξαν πιπέρι όταν γεννήθηκε. Ζούζε, Σαντίνο, Φακιδομούρης... Λίγες μόνο ώρες μετά, ο Σαντίνο αφήνει την κούπα με τον καφέ στον νεροχύτη σαν να βιάζεται να βγει από το σπίτι για να αποφύγει το αναπόφευκτο. Η Λόλα εξακολουθεί να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, περιμένοντας να κρυώσει το τσάι της. «Ζούζε, πρέπει να μιλήσουμε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=