Τάλγκο

ΤΑΛΓΚΟ [ 15 ] ψω; Να προσπαθήσω να σου πω τι αισθάνομαι, μήπως και με λυπηθείς και έρθεις και μου πεις. Βλέπω τον εαυτό μου με την πλάτη ακουμπισμένη στην κλειστή πόρτα. Το στόμα μου είναι γεμάτο σάλια. Στέκεσαι όρθιος, σε κάποια απόσταση, φοράς κοστούμι. Κάθε τόσο κοιτάς το ρολόι σου και λες: «Πρέπει να πηγαίνω, Ελένη... Πρέ- πει να πηγαίνω…» Προσπαθώ να μιλήσω αλλά δεν μπο- ρώ, οι λέξεις πνίγονται μέσα στα σάλια. «Σε παρακαλώ, Ελένη, σε παρακαλώ...» Κάνω ένα βήμα, δυο βήματα προς το μέρος σου. Διαπιστώνω ότι περπατάω στο κε- νό, δεν υπάρχει τίποτε κάτω απ’ τα πόδια μου, οι τέσσε- ρις τοίχοι του δωματίου σχηματίζουν ένα απύθμενο πη- γάδι. Τα έπιπλα, ο καναπές, το τραπέζι στέκονται στο κενό, όλα στο ίδιο επίπεδο, σαν να υπήρχε πάτωμα, αλ- λά δεν υπάρχει. Κι εσύ σ’ αυτό το ανύπαρκτο πάτωμα στέκεσαι, κοιτάζεις πάλι το ρολόι σου και λες: «Σε παρα- καλώ, Ελένη, σε παρακαλώ...». Δεν έπρεπε να κοιτάξω χάμω, σκέφτομαι. Όσο δεν ξέρεις ότι βρίσκεσαι στο κε- νό μπορείς να κρατηθείς σ’ αυτό το επίπεδο. Όταν όμως κοιτάξεις χάμω... Δεν ήξερα τι θα πει πόνος. Μου ήταν ουσιαστικά άγνωστη η λέξη αυτή, την ήξερα από μακριά, όπως ξέ- ρω τις περισσότερες λέξεις, το περίβλημά της μόνο μού ήταν γνωστό. Τώρα ξέρω καλά τον ορισμό της, μου τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=