Τάισέ με

«Τι λες; Aπάντησέ μου». Ανάσες παρασύρουν το σεντόνι, το φως από τις γρίλιες διώχνει τη νύχτα. «Δεν το περίμενες;» ο Γιάννης χώνει τη μουσούδα στον κόρφο της. Το δέρμα της ανοίγει να τον υποδεχτεί, το χνούδι του κορμιού της ηλεκτρί- ζεται. Κάτωαπό τα σκεπάσματα οι σκιές. «Δεν απαντάς…θέλω να με π…» Εκείνη τον σταματά, βάζει το χέρι στο στόμα του, oι γλουτοί της πιέζουν την κοιλιά του, εκείνος δεν αντέχει, ορ- μάει. Τραβάει με δύναμη τα μαλλιά της, σκύβει και της ψιθυ- ρίζει: «Θα σε θέλω μέχρι να πεθάνω». Η Μαρίνα γυρνάει στο παράθυρο, η σκιά κρύβει το χαμόγελό της. Τα γυμνά άκρα ψαχουλεύουν το ένα το άλλο, ενώνονται, παλεύουν. Τα δά- χτυλα του ποδιού της χαϊδεύουν τον μηρό του, οι γοφοί του καβαλούν τη μέση της. Την υποτάσσει, την ορίζει, του διώχνει το πόδι, εκείνος επιμένει, διεκδικεί, στριμώχνει το πόδι του στον μίσχο της, την τρίβει αργά στην αρχή, μετά επίμονα, ξανά. Εκείνη παίρνει το πόδι του και το γλείφει. Βουτά ξαναμ- μένη κάτω από το σεντόνι για μερικά δευτερόλεπτα, βουτά και αυτός. «Τάισέ με, μωράκι μου». Παίρνει τη θηλή της και την πιπιλάει, εκείνη γαργαλιέται, ερεθίζεται. «Έτσι θα γελάς όταν θα θηλάζεις;» «Δεν θα θηλάσω» τον προλαβαίνει. «Γιατί;» «Γιατί έτσι» απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη και κατεβαίνει πιο βαθιά, να τον θηλάσει εκείνη. «Για μια στιγμή» –τη σηκώνει–

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=