Συνωμοσία της φωτιάς (pocket)
[ 14 ] νόημα να σταματήσει δίπλα στο Focus. Ο μαυρισμένος μπάτσος έχωσε το χέρι του μες στο αμάξι και πάτησε το κουμπί που άνοιγε το πορτμπαγκάζ. Όταν το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο, πεταγόταν κι άνοιγε τουλάχιστονδεκαπέντε εκατοστά, αλλά τώραπιακρεμόταν χαλαρό. Η μπατσίνα πήγε στο πίσω μέρος του Focus και άνοιξε το πορτμπαγκάζ, που έκανε έναν ήχο σαν παράπονο. Ο δροσερός, νοτισμένος αέρας χάιδεψε τον σβέρκο του ΜακΣόρλεϊ. Η μυρωδιά κοπριάς από τα γύρω χωράφια ανακατευόταν με την ξινίλα του ιδρώτα του. Οι δυο άντρες έμειναν στην καμπίνα του βαν, αλλά οΜακΣόρλεϊ άκουσε βαριά βήματα από το εσωτερικό του και ύστερα τις πίσω πόρτες του ν’ανοίγουν. Έκανε να τεντώσει τον λαιμό του για να δει, αλλά πίσω του καθόταν ο μαυρισμένος μπάτσος χαμογελώντας. ΟΜακΣόρλεϊ εξέτασε τοπρόσωπο τουμπάτσουκαι μεμιάς άκου σε τις ιστορίες που έλεγαν οι ρυτίδες και τασκασίματα: Είχε βρεθεί σε κάποιον γυμνό ξερότοπο, είχε συρθεί μες στο χώμα, είχε κυνηγήσει τη λεία του. Ίσως στο Ιράκ, ίσως στο Αφγανιστάν. Ίσως κάπου που οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί δενθαομολογούσανποτέ. Και τώραήταν εδώ, όχι πολύ μακριά από τα ιρλανδικά σύνορα, με το ηλιοκαμένο πρόσωπό του ανέκφραστο και σκληρό. Άλλη μια δουλειά ρουτίνας. «Δεν είσαι μπάτσος» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. Τοσκληρό χαμόγελοστα χείλη τουμπάτσουδεν τρεμόπαιξε καν. «Πού πηγαίνετε σήμερα, κύριε;» «Είπα, δεν είσαι μπάτσος. Τι θέλεις;» Ανάμεσα στα δύο οχήματα ακούστηκαν βήματα προς διάφορες κατευθύνσεις. Κάτι έτριξε σαν να σερνόταν στο δάπεδο του βαν. Φωνές έδιναν εντολές, χαμηλόφωνα αλλά με ένταση. Ο μπάτσος κοίταζε σταθερά τον ΜακΣόρλεϊ στα μάτια.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=