Συνωμοσία της φωτιάς (pocket)
[ 30 ] μεγαλόσωμη κοπέλα και δεν γινόταν να το κρύψει. Όμως, δεν είχε άσχημο πρόσωπο. «Θέλει την ησυχία του» είπε, κοιτάζοντάς τον πάνωαπό τον ώμο της. Τόνιζε τα σύμφωνα όπως μια γυναίκα που έχει συνηθίσει να την ακούν και όχι να την αμφισβητούν. ΟΤαξιδιώτης τής χαμογέλασε. Αν ήταν κόρη οποιουδήποτε άλ λου, θα της την έπεφτε. Θα ήταν καλή στο κρεβάτι, το καταλάβαινε, οι ζόρικες πάνταήταν καλές. Αλλάαυτήήταν επικίνδυνηπερίπτωση. Διέσχισαν τον διάδρομο του πρώτου ορόφου στην ανατολική πτέρυγα. Ο Ταξιδιώτης την ακολουθούσε, μέχρι που έφτασαν στη δεύτερη πόρτα από το τέλος, στ’αριστερά του διαδρόμου. Χτύπησε την πόρτα. Μέσα από το δωμάτιο ακούστηκε ένα μουγκρητό. Άνοι ξε κι έκανε νόημα στον Ταξιδιώτη να περάσει. Ο Μπουλ Ο’Κέιν καθόταν στη γωνία, ανάμεσα από δύο ψηλά παράθυρα. Περιμετρικά στο καλοκομμένο γρασίδι υπήρχαν συστά δες δέντρων και στο βάθος υψωνόταν ένας ψηλός τοίχος, που απεί χε περίπου τριάντα πέντε μέτρα από τα παράθυρα. Το ποτάμι κυ λούσε από την άλλη πλευρά. Η κόρη ξερόβηξε. «Θα είμαι έξω αν με χρειαστείς, μπαμπά». Ο Ο’Κέιν χαμογέλασε. «Εντάξει, αγάπη μου». Η πόρτα έκλεισε φέρνοντας ένα αεράκι που δρόσισε την πλάτη του Ταξιδιώτη. «Είναι καλό κορίτσι» είπε οΟ’Κέιν. «Σπίρτο. Δεν της κάθεται όμως κανένας για πολύ. Όλο κάτι φαφλατάδες βρίσκει». ΟΤαξιδιώτης πλησίασε ένα από τα παράθυρα. «Ωραία θέα» είπε. Ένας ερωδιός πλατσούριζε στα ρηχά του ποταμού, που είχε φου σκώσει από τη βροχή. «Φαντάζομαι ότι είναι καλά για ψάρεμα εδώ. Θα έχει σολομούς και πέστροφες. Έπρεπε να φέρω το καλάμι μου».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=