Συνωμοσία της φωτιάς (pocket)

[ 29 ] 3 Ο Ταξιδιώτης ακολουθούσε την Όρλα Ο’Κέιν στον πλατύ διά­ δρομο. Οι αστράγαλοί της ήταν παχουλοί, ενώ τα χοντροκομ­ μένα τακούνια της έκαναν έναν γδούπο πάνω στο χαλί. Ήταν κτη­ ματομεσίτρια· έριχνε τα λεφτά του πατέρα της σε σπίτια, ξενοδοχεία και γραφεία. Πιθανόν ένα ποσό να είχε πάει και σε αυτό το κτίριο, μια έπαυλη έξω από την Ντρόχεντα, που κάποτε ανήκε σ’έναν βρε­ τανό γαιοκτήμονα και τώρα είχε μετατραπεί σε ιδιωτικό σανατόριο. Είχε εντυπωσιαστεί, όπως ανέβαινε με το αυτοκίνητο τον χαλι­ κόστρωτο δρόμο. Γύρω του υπήρχαν παρτέρια με γκαζόν και πε­ ριποιημένα κηπάκια, ενώ μπροστά του ορθωνόταν το τριώροφο σπίτι. Πίσω από το σπίτι κυλούσε ο ποταμός Μπόιν και στο βάθος, πέρα από τις κορυφές των δέντρων, ούτε ένα χιλιόμετρο από εκεί, υψωνόταν ο πυλώνας της καινούργιας κρεμαστής γέφυρας απ’ όπου η κίνηση του αυτοκινητόδρομου διοχετευόταν στην απένα­ ντι πλευρά. Το κτίριο το είχαν εκκενώσει. Όλα τα δωμάτια ήταν άδεια. Στην είσοδο είδε μια καθαρίστρια και μια νοσοκόμα. Μερικοί άντρες τριγύριζαν στην αυλή και στους διαδρόμους, αλλάσίγουραδεν ήταν ιατρικό προσωπικό. Παρατηρούσαν το καθετί, ενώ κάτι φούσκωνε μέσα από τα μπουφάν τους. «Πληρώνει πολλά για ιατρική ασφάλιση ο μπαμπάς σου;» ρώτη­ σε ο Ταξιδιώτης. Εκείνη σταμάτησε, ενώνοντας τα τακούνια της. Χριστέ μου, τε­ ράστιος κώλος. Πιο φαρδύς και από την πλάτη της. Το αυστηρό ταγέρ της ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να φορέσει, αλλά ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=