Συνωμοσία της φωτιάς (pocket)

[ 26 ] «Έρχονται όπου να ’ναι» είπε ο Λένον. «Ας ηρεμήσουμε όλοι, ε; Να κάτσουμε στο τραπέζι να τους περιμένουμε, εντάξει; Γιατί αν μπουν και μας δουν έτσι, θα έχουμε πρόβλημα. Σωστά;» Ο Ράνκιν κοίταξε την τζαμαρία της καφετέριας. Το στόμα του στράβωσε, και ο πανικός άρχισε να τον κυριεύει ξανά. Έπειτα χαλά­ ρωσε πάλι. «Σωστά» απάντησε. «Μπράβο» είπε ο Λένον. «Τώρα, άσ’ τη να φύγει…» Ο Ράνκιν έσπρωξε τη Σίλβια προς τον Λένον. Η κορυφή του κε­ φαλιού της χτύπησε στο πιγούνι του. Έπεσαν μαζί προς τα πίσω. Ο Λένον κρατήθηκε με το ένα χέρι από τον πάγκο και ξαναβρήκε την ισορροπία του, αγκαλιάζοντας τηΣίλβιαμε τοάλλο. Από την ανοιχτή πόρτα τρύπωσε έναδροσερόαεράκι και πλημμύρισε τον χώρο. Από εκείνη την πόρτα μόλις την είχε κοπανήσει ο Ράνκιν. Ο Λένον τράβηξε τη Σίλβια κοντά του. «Είσαι εντάξει;» Εκείνη τον κοίταζε σαν χάνος μέσα από τα στραβά γυαλιά της και ανοιγόκλεινε το στόμα της. «Κάθισε» της είπε, ξεχνώντας για μια στιγμή τον Ράνκιν. Ακόμα κι αν το κάθαρμα κατάφερνε να βγει από το στενάκι, θα τον έπιαναν αμέσως. Αυτή τη στιγμή είχε προτεραιότητα η Σίλβια. Την έβαλε να καθίσει στο πάτωμα με την πλάτη της ν’ακουμπάει στην πίσωμεριά του πάγκου. «Πάρε βαθιές ανάσες. Είσαι εντάξει». Ο Λένον έκανε να σηκωθεί, αλλά εκείνη γραπώθηκε από τους ώμους του. Έσκυψε κοντά της, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο κεφάλι. «Είσαι ασφαλής» της είπε. Σηκώθηκε και κοίταξε τοματωμένοκορμί τουΚρόζιερπουακου­ μπούσε πάνω στον τοίχο. Οι ώμοι του ανεβοκατέβαιναν με κάθε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=