Συνωμοσία της φωτιάς (pocket)
[ 17 ] Το βαν απομακρύνθηκε μαρσάροντας. Ο άντρας με το αυτόμα το τους κούνησε το χέρι. Η κύστη του ΜακΣόρλεϊ δεν άντεξε. «ΑχΘεέ μου» είπε οΜακΣόρλεϊ. «Γιαόνομα τουΘεού, ρε παιδιά». Ο Κομίσκι κοπάνησε το παράθυρο με τον αγκώνα του. Ξανά. Ο Χιουζ πήρε την καραμπίνα και χτύπησε με το κοντάκι το πίσω τζάμι. ΟΜακΣόρλεϊ ήξερε πως ήταν άσκοπο. «Αχ Χριστέ μου, παιδιά». ΟΧιουζ χτύπησε το τζάμι ξανά. Θρυμματίστηκε. Κινήθηκε άτσα λα προς το άνοιγμα. Ο Κομίσκι προσπάθησε να περάσει στο πίσω κάθισμα και να τον ακολουθήσει. Το νερό της βροχής έτρεχε ποτάμι στο παρμπρίζ, καθώς το βαν χανόταν στο βάθος του δρόμου. ΟΧιουζ μούγκριζε προσπαθώντας να χωρέσει τους ώμους του στο άνοιγμα. «Χριστέ μου» ψιθύρισε ο ΜακΣόρλεϊ. «Χριστέ μου, παιδιά, μας σκότωσαν». Μόλις που πρόλαβε ν’ακούσει το «ΠΟΠ» του πυροκροτητή, πριν διαλυθεί κάτω απ’ τη γροθιά του Θεού.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=