Συνωμοσία της φωτιάς

Σ Υ Ν Ω Μ Ο Σ Ι Α Τ Η Σ Φ Ω Τ Ι Α Σ 15 Πέταξε και κάτι ακόμα, που χτύπησε πάνω στο άλλο αντικεί­ μενο κι έκανε έναν μεταλλικό ήχο. «Αχ Χριστέ μου» είπε ο Χιουζ, κλαψουρίζοντας και βαριανα­ σαίνοντας. Η γυναίκα έβγαλε δύο μεγάλους κυλίνδρους από τον σάκο. Ο ΜακΣόρλεϊ τους κοίταξε για μια στιγμή προσπαθώντας να κα­ ταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε, ώσπου αναγνώρισε τις δίδυ­ μες κάννες μιας καραμπίνας. Την ακούμπησε ανάμεσα στα πό­ δια του Χιουζ, με το κοντάκι κάτω και τις μακριές κάννες πάνω στον μηρό του. «Σκατά, όπλα είναι» είπε ο Χιουζ, καθώς έκλεινε η πόρτα. «Τι γίνεται, Γιουτζίν;» Ο ΜακΣόρλεϊ κοίταξε τον μαυρισμένο μπάτσο. Εκείνος χα­ μογέλασε, του έκλεισε το μάτι και μετά έκλεισε και την πόρτα του οδηγού. Σήκωσε ψηλά το κλειδί του αυτοκινήτου, το έδειξε στον ΜακΣόρλεϊ και το πάτησε δύο φορές. Οι ασφάλειες κλεί­ δωσαν μ’ ένα γουργούρισμα. Ο μπάτσος έβαλε το κλειδί στο καπό, ακριβώς κάτω από το παρμπρίζ. «Χριστέ μου» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. «Τι κάνουν, Γιουτζίν;» ρώτησε ο Κομίσκι. «Αχ Χριστούλη μου» ο ΜακΣόρλεϊ έκανε τον σταυρό του. Η κύστη του κόντευε να σκάσει. Κρατήθηκε. Οι δύο μπάτσοι, που ο ΜακΣόρλεϊ ήξερε ότι δεν ήταν καθό­ λου μπάτσοι, ξαναμπήκαν στο Skoda και απομακρύνθηκαν. Το βαν έκοψε ταχύτητα περνώντας μπροστά από το Focus. Ο άντρας με το αυτόματο χαμογέλασε πλατιά στον ΜακΣόρλεϊ. Σκαρφάλωσε στο πίσω μέρος του βαν και τον σημάδεψε με το όπλο. Ο Κομίσκι δοκίμασε ν’ ανοίξει. «Άνοιξε τις κλειδαριές» είπε. «Δεν μπορώ» απάντησε ο ΜακΣόρλεϊ. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του. «Το κάθαρμα διπλοκλείδωσε. Ανοίγουν μόνο με το κλειδί». Το βαν απομακρύνθηκε μαρσάροντας. Ο άντρας με το αυτό­ ματο τους κούνησε το χέρι. Η κύστη του ΜακΣόρλεϊ δεν άντεξε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=