Συνωμοσία της φωτιάς
S T U A R T N E V I L L E 14 Το σκληρό χαμόγελο στα χείλη του μπάτσου δεν τρεμόπαιξε καν. «Πού πηγαίνετε σήμερα, κύριε;» «Είπα, δεν είσαι μπάτσος. Τι θέλεις;» Ανάμεσα στα δύο οχήματα ακούστηκαν βήματα προς διάφο ρες κατευθύνσεις. Κάτι έτριξε σαν να σερνόταν στο δάπεδο του βαν. Φωνές έδιναν εντολές, χαμηλόφωνα αλλά με ένταση. Ο μπάτσος κοίταζε σταθερά τον ΜακΣόρλεϊ στα μάτια. Μια φωνή είπε: «Με το τρία. Ένα, δύο, τρία… χραπ!». Το Focus κλυδωνίστηκε κι έκατσε στον πίσω άξονά του σαν να είχαν πετάξει κάτι τρομερά βαρύ στο πορτμπαγκάζ. «Τι σκατά ήταν αυτό;» ρώτησε ο Κομίσκι. Ο Χιουζ γύρισε να δει, αλλά τον εμπόδιζε η εταζέρα του αυ τοκινήτου. Ο ΜακΣόρλεϊ παρατήρησε το φως ν’ αλλάζει στον καθρέφτη του. Ήθελε να κλάψει, αλλά το έπνιξε. Άκουσε πάλι βήματα κι έπειτα τον βαρύ ήχο ποδιών που ξανασκαρφάλωναν στο βαν. Το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου έκλεισε με θόρυβο, και ο ΜακΣόρλεϊ είδε από το πίσω παράθυρο την μπατσίνα κι έναν γεροδεμένο άντρα. Η εταζέρα δεν ξαναμπήκε στη θέση της. Κάτι την έσπρωχνε αποκάτω. Η μπατσίνα κρατούσε έναν αθλητικό σάκο. Ο γεροδεμένος άντρας ένα αυτόματο. Έμοιαζε με το G3 της Χέκλερ εντ Κοχ, με το οποίο ο ΜακΣόρλεϊ είχε ανοίξει πυρ πίσω από μια παμπ στο Νιούρι πριν από χρόνια. Ο άντρας πλησίασε την πλευρά του οδηγού σημαδεύοντας τον ΜακΣόρλεϊ με το όπλο. Ο ΜακΣόρλεϊ ένιωσε ζεστά δάκρυα ν’ ανεβαίνουν στα μάτια του. Σιγά μην έκλαιγε. Τα κατάπιε. Η πίσω πόρτα από την πλευρά του συνοδηγού άνοιξε. Έριξε μια μάτια πίσω από τον ώμο του. Η μπατσίνα άπλωσε το χέρι της και πέταξε μέσα κάτι μεταλ λικό, που προσγειώθηκε μ’ έναν γδούπο πάνω στη μοκέτα ανά μεσα στα πόδια του Χιουζ. «Σκατά» είπε ο Χιουζ, προσπαθώντας ν’ απομακρυνθεί απ’ οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=