Συνωμοσία της φωτιάς

S T U A R T N E V I L L E 12 ξιμο του λάστιχου πάνω στο γυαλί ερχόταν σε αντίστιξη με τους χτύπους της καρδιάς του ΜακΣόρλεϊ. Έβαλε το δάχτυλό του στο κουμπί για να είναι έτοιμος να κατεβάσει το παράθυ­ ρο όταν του το ζητούσε ο μπάτσος. Εκείνος όμως έπιασε το χερούλι και άνοιξε την πόρτα. Τα νερά της βροχής έτρεξαν μέσα. Δεν είχε σταματήσει να βρέχει τρεις μήνες σερί. Όλη μέρα, κάθε μέρα, χωρίς διάλειμμα. Μια χοντρή σταγόνα έσκα­ σε στο μάγουλο του ΜακΣόρλεϊ κάνοντάς τον ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του. «’σπέρα» είπε ο μπάτσος. Η προφορά του ήταν αγγλική, βαριά και κοφτή. «Σβήστε τη μηχανή σας, παρακαλώ, κύριε». Ο ΜακΣόρλεϊ γύρισε το κλειδί. Η μηχανή έσβησε, και οι υα­ λοκαθαριστήρες κοκάλωσαν στη μέση του παρμπρίζ. «Να βλέπω τα χέρια σας, έτσι μπράβο» είπε ο μπάτσος. Αυτή η προφορά, σκέφτηκε ο ΜακΣόρλεϊ, έχει στόφα αξιω­ ματικού. Φανέρωνε παρελάσεις και αυστηρούς χαιρετισμούς, όχι περιπολίες και φυλάκια ελέγχου. Ο μπάτσος έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε μέσα στο αυ­ τοκίνητο. «Κι εσείς, κύριοι». Ο Κομίσκι έβαλε τα χέρια του στο ταμπλό. Ο Χιουζ στην πλάτη της θέσης του συνοδηγού. Ο ΜακΣόρλεϊ κρατούσε σφιχτά το τιμόνι και παρατηρούσε το πρόσωπο του μπάτσου. Το δέρμα του είχε ένα βαθύ σοκολατένιο χρώμα. Δεν ήταν το επιφανειακό μαύρισμα ύστερα από μία εβδομάδα στην παραλία. Τα χείλη του έμοιαζαν σαν να είχαν ψηθεί σε κάποιον άνυδρο τόπο και γυάλιζαν από το βούτυρο κακάο που είχε βάλει στα σκασίματα. Από το μυαλό του ΜακΣόρλεϊ πέρασε αστραπιαία η εικόνα αυ­ τού του μπάτσου να σέρνεται σε μια έρημο και τον τρομοκράτη­ σε, χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει γιατί. Δεν έβλεπε τα χέρια του μπάτσου, μέχρι που τα άπλωσε και τράβηξε το κλειδί από τη μίζα. Φορούσε μαύρα δερμάτινα γά­ ντια, που έδειχναν ακριβά. «Τι θέλετε;» ρώτησε ο ΜακΣόρλεϊ. Η φωνή του πνίγηκε στον λαιμό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=