Συνωμοσία της φωτιάς

S T U A R T N E V I L L E 16 «Αχ Θεέ μου» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. «Για όνομα του Θεού, ρε παιδιά». Ο Κομίσκι κοπάνησε το παράθυρο με τον αγκώνα του. Ξανά. Ο Χιουζ πήρε την καραμπίνα και χτύπησε με το κοντάκι το πίσω τζάμι. Ο ΜακΣόρλεϊ ήξερε πως ήταν άσκοπο. «Αχ Χριστέ μου, παι­ διά». Ο Χιουζ χτύπησε το τζάμι ξανά. Θρυμματίστηκε. Κινήθηκε άτσαλα προς το άνοιγμα. Ο Κομίσκι προσπάθησε να περάσει στο πίσω κάθισμα και να τον ακολουθήσει. Το νερό της βροχής έτρεχε ποτάμι στο παρμπρίζ, καθώς το βαν χανόταν στο βάθος του δρόμου. Ο Χιουζ μούγκριζε προσπα­ θώντας να χωρέσει τους ώμους του στο άνοιγμα. «Χριστέ μου» ψιθύρισε ο ΜακΣόρλεϊ. «Χριστέ μου, παιδιά, μας σκότωσαν». Μόλις που πρόλαβε ν’ ακούσει το «ΠΟΠ» του πυροκροτητή, πριν διαλυθεί κάτω απ’ τη γροθιά του Θεού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=