σύ ν δ ε ση 36 μου σε μια περίοδο της ζωής της που ο πατέρας μου ήταν πολύ σκληρός. Ήταν πάντοτε γυναικάς, όμως τότε η συμπεριφορά του ήταν απλώς αλλοπρόσαλλη και κακοποιητική. Ήταν παντρεμένοι περίπου είκοσι χρόνια κι εγώ κόντευα να τελειώσω το λύκειο. Θυμάμαι να πιέζω τη μαμά μου, με όλη την ύβρη και το παράλογο θάρρος των εφήβων στα τέλη της δεκαετίας του ’60, να παρατήσει τον μπαμπά μου. Και δεν ξέχασα ποτέ τη θλιμμένη και κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπό της όταν γύρισε και με κοίταξε, λέγοντάς μου με μια ξέπνοη φωνή: «Μα ποιος θα θέλει κάποια σαν κι εμένα;». Με αγνή εφηβική απορία, έμεινα έκπληκτη με αυτή την απάντηση· στα μάτια μου η μητέρα μου ήταν το πιο θαυμάσιο πλάσμα. «Τι στο καλό εννοείς τώρα;» απαίτησα να μάθω. Με μια στεναχωρημένη και τρεμάμενη φωνή μού εξήγησε ότι τα είχε φάει ήδη τα ψωμιά της, ότι είχε κάνει πολλά παιδιά, ότι οι άντρες δεν επιθυμούσαν γυναίκες στην κατάστασή της. Αυτό ήταν ένα από τα πιο επίπονα μαθήματα που πήρα ως μικρό κορίτσι για την αγάπη και την απογοήτευση στη φωλιά της πατριαρχίας. Με συγκινεί που οι γυναίκες σήμερα, ακόμα κι εκείνες που νιώθουν εγκλωβισμένες και δυστυχισμένες σε μακροχρόνιους γάμους, ξέρουν τουλάχιστον ότι υπάρχουν τρόποι διαφυγής, ότι υπάρχει ακόμη εκεί έξω ένας ολόκληρος κόσμος που επιθυμεί την παρουσία τους, αυτές τις ίδιες. Ακόμα κι αν κάποια δεν το πιστεύει για τον εαυτό της, έχει γύρω της απτά παραδείγματα, τις ζωές άλλων γυναικών. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Έχει μπροστά της ένα εναλ-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=