Στο τέλος νικάω εγώ

10 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ τεμένα φυτά από τους περιπατητές και τα κατσίκια. Οι ντόπιοι έβλεπαν που ορθώνονταν σαν χτισμένος πύργος κι έστριβαν απ’ την άλλη μεριά. Ο παππούς, οι θείοι κι ο πατέρας του Μαθιού είχαν σκοτωθεί στην Eπανάσταση.Μεγάλωσαν το ορφανό χαρο- καμένες χήρες με μαύρα τσεμπέρια.Σκούπιζαν και σφουγ- γάριζαν τους τάφους καλύτερα από τα σπίτια τους. Αυτή είναι η περιουσία μας , έλεγαν στο ορφανό. Μπορεί εμείς να μη ζούμε σε πυργόσπιτα, έχουμε όμως προίκα και καμάρι μας το όνο- μα που άφησε ο παππούς. Οι Φαρουζαίοι σήκωσαν την επανάστα- ση στην Τσίμοβα. Χωρίς εμάς δεν στέκεται το κράτος. Με τον καιρό, το σόι έσπρωξε το αίτημα εκεί που έπρε- πε και ο Μαθιός διορίστηκε χωροφύλακας. Μικρή ανταμοι- βή στο αίμα που χύθηκε , μουρμούρισαν οι χήρες. Ήταν ωραίο παλικάρι με τη στολή. Στη βόλτα τα κορί- τσια τού έριχναν κλεφτές ματιές και του πετούσαν γιασε- μιά απ’ τα παράθυρα. Όμως ο Μαθιός νοιαζόταν μόνο για το παραθύρι της Λουκίας. Σφύριζε όταν πέρναγε από κά- τω, έλιωνε σαν κερί στο μανουάλι. Εκείνη την Κυριακή τού φάνηκε πως είδε τη σκιά της, τα μαύρα της μαλλιά πίσω από το κανάτι που έγερνε.Σφύ- ριξε δυο στιχάκια κι αναστέναξε. Είχαν περάσει ώρες πια, σε λίγο θα τελείωνε η λειτουργία. Κόντευε πλέον δέκα το πρωί. Ο Ρίτσαρντσον πλησίασε κρατώντας απ’ το μπράτσο την κυρία του. Ο Μαθιός τού έκλεισε τον δρόμο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=