Στο τέλος νικάω εγώ

24 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ πάτησε, ο Γιωργάκης δεν έκλαψε ούτε και φώναξε τη μά- να του να τον συνδράμει.Μόνο είπε: – Δυνατός είναι αυτός που αντέχει. Έτσι συμβούλευε στο σπίτι η κυρα-Λένη, μην τους συνε- ρίζεσαι, δυνατός είναι αυτός που αντέχει. Ο Πολύζος γέλασε, γέλασαν και οι άλλοι που ήταν μπροστά. – Είσαι κουτσός, ρε. Κου-τσός. Θα ζητιανεύεις, δεν θα μπορείς να βρεις δουλειά. Ο Γιωργάκης γύρισε σπίτι με σπασμένο κεφάλι. Η κυ- ρα-Λένη τον φίλησε και σκούπισε τα αίματα. – Θα έρθει καιρός, θα σκύβουν να γυαλίζουν τα πα- πούτσια σου, είπε. Ο Γιωργάκης δεν πίστεψε,κι ας έδειχνε τόσο σίγουρη η μάνα.Αυτός γυρνούσε ξυπόλυτος,δεν είχαν λεφτά για πα- πούτσια. Τι ήταν αυτά που του έλεγε; Πέρασαν χρόνια κι ο κουτσός πρόκοψε.Ο Πολύζος πή- γε, τον βρήκε, ζήτησε δουλειά. Πράματα του ποδαριού, αφε- ντικό, ό,τι να πεις θα το κάνω. Δεν είχαν ανάγκη από υπάλλη- λο, όμως ο Γιωργάκης έστυψε το κεφάλι του, βρήκε λύση: – Θα κουβαλάς τα σακιά με τα αλεύρια.Είναι όμως βα- ριά.Δεν θέλω να πει η μάνα σου πως σε σακάτεψα. – Αν είναι να γίνω σαν κι εσένα, αφεντικό, μακάρι να με σακατέψεις, απάντησε ο Πολύζος. Εσύ έκανες λεφτά, έχεις πρόσωπο. Στη Σαλονίκη σου βγάζουν το καπέλο. – Αν τα πας καλά, θα σε κάνω γκαρσόνι, υποσχέθηκε ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=