Στο τέλος νικάω εγώ

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΑΩ ΕΓΩ 23 έχεις άλλη έγνοια,μόνο το μαγαζί και τις πάστες σου.Τη ζά- χαρη και το παντεσπάνι σου ξέρεις,γι’ αυτό κοιμάσαι ήσυχα. Το έλεγε και τον χτύπαγε στο γόνατο, στο χωλό πόδι του ζαχαροπλάστη, εκείνο που τον φύλαξε από τον στρα- τό. Το κουσούρι του Γιωργάκη έγινε προίκα στους κακούς καιρούς. Πού να το ήξερε η μάνα. Σπάραξε όταν της έδει- ξαν το μωρό, το δεξί πόδι πιο κοντό και στράβωνε, γυρ- νούσε προς τα μέσα. Τι προκοπή να κάνει ένας κουτσός ,έριξαν το φαρμάκι οι γειτόνισσες, πώς θα ανοίξει σπίτι ; Πιάνουν τα χέρια του με τα αλεύρια και τις ζάχαρες, καμάρω- νε η κυρα-Λένη. Κάθε πρωί άναβε ένα κερί στη χάρη της, για να φυλάει το παιδί της από τη γλωσσοφαγιά. Καλές χρυσές οι γειτόνισσες, μα όσο και να τις μπούκωνε με τις πάστες του Γιωργάκη, αυτές ζήλευαν κι έσκαγαν. Γιατί ο γιος της είχε γίνει κάποιος και τους έμπαινε στο μάτι. Στο Ζαχαροπλαστείον σύχναζαν άνθρωποι του κόσμου. Οι γκιό- σες,που κουτσό τον ανέβαζαν κουτσό τον κατέβαζαν πίσω από τα γερτά παραθυρόφυλλα, στο τέλος κατάπιαν τη γλώσσα τους. Ο κουτσός έκανε λεφτά. Στο μαγαζί του ντρεπόσουν να πατήσεις. Για τον Ξενοφώντα αυτά ήταν βλακείες. Ο Γιωργάκης ήταν ο Γιωργάκης. Έτσι ήταν από μικρός , θυμόταν η κυρα- Λένη. Στη γειτονιά τους τα αγόρια έπαιζαν πετροπόλεμο κι έβαζαν φωτιά στα σκυλιά.Ο Γιωργάκης καθόταν σε μια γωνιά και ζύμωνε τη λάσπη. Έπλαθε μαργαρίτες, τριαντά- φυλλα, κρινάκια ίσαμε το δάχτυλο. Κι όταν ο Πολύζος τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=