Στο τέλος νικάω εγώ

22 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ του. Ο Ξενοφών έδωσε μια και πήδηξε από το παράθυρο. Πέρασε δύο μέρες στα βουνά. Την τρίτη η μάνα του τον βρήκε στο κατώφλι να τρέμει από το κρύο και την αφαγιά. Να κάνεις ό,τι λέει η καρδιά σου , αυτή ήταν η μόνη συμ- βουλή για τον Ξενοφώντα. Το μυαλό πάει να τα βάλει στη σει- ρά και μπερδεύεται . Ο Γιωργάκης άκουγε τις ιστορίες του φίλου του. Τα χέ- ρια του δεν σταματούσαν να ζυμώνουν, μονάχα η δουλειά τον ξεκούραζε κι ας μην το καταλάβαιναν οι άλλοι.Ο Ξενο- φών συνέχιζε να αγορεύει. Δεν μπορεί ,έλεγε, δεν μπορεί ,στο τέλος κάποιος θα άρπαζε τον βασιλέα από τον γιακά. Θα τον ανάγκαζε να κάνει το σωστό. – Αυτόν, παιδί μου, τον έχει στο βρακί της η Σοφία, σχολίασε η κυρα-Λένη από την άλλη άκρη που καθόταν. – Η μάνα σου καταλαβαίνει από πολιτική. Τι λες κι εσύ, Γιωργάκη; Για πέταμα την έχουν τη Μακεδονία μας. Δεν είχε άδικο ο Ξενοφών. Στα Νέα Χώματα οι Έλληνες ζούσαν με τον φόβο. Το βράδυ στο κρεβάτι, κάτω απ’ τα σκεπάσματα,λιγόστευε η αναπνοή του ζαχαροπλάστη.Πε- τούσε τη φλοκάτη που τον σκέπαζε,γρήγορα όμως κρύωνε κι άλλαζε γνώμη. Να τον αφήσουν ήσυχο, αυτό ήθελε. Να κάνει τη δουλειά του, να πλάθει τα ζαχαρένια φιογκάκια του, να στολίζει τις πάστες.Πώς να τα πει αυτά στον Ξενο- φώντα,που ζούσε με ιδέες και ιδανικά; Μικρή η ζωή και τα μεγάλα λόγια έφερναν στον Γιωργάκη βαρυστομαχιά. – Όφου, μωρέ Γιωργάκη, παραπονιόταν ο Κρητικός. Δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=