Στο τέλος νικάω εγώ

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΑΩ ΕΓΩ 21 ξένοι έμεναν προσώρας άφωνοι · έκλειναν τα μάτια για να απολαύσουν την πρώτη κουταλιά. Ο Ντελαρισύ μάλιστα –γάλλος γιατρός που ήξερε να γλεντά και να ξοδεύει– ση- κώθηκε και υπέβαλε επισήμως τα σέβη του στον ζαχαρο- πλάστη. Εκείνος τα έχασε, πρώτη φορά κάποιος έκανε υπόκλιση μπροστά του, πίστευε πως μόνο στις γυναίκες γίνονται αυτά. Ο Ξενοφών έβαλε τα δυο δάχτυλα στο στό- μα και σφύριξε λες κι ήταν στο χωριό του,στον Ζαρό.Ακό- μα και η κυρα-Λένη το σχολίασε, αυτό του έλειπε του Λαρισύ, Παρίσια και βλακείες. Σαν του παιδιού μου την κρέμα δεν έχει πουθενά. Ο Γιωργάκης έριχνε κόκκινο πιπέρι στη σοκολάτα, λε- μονανθό στο σιρόπι – αντί για μοσχοκάρφι και γαρίφαλο που έβαζαν οι Τούρκοι. Κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα τε- φτέρι που κουβαλούσε πάντα μαζί του,στην τσέπη της πο- διάς.Με τον καιρό είχε γίνει κουρελόχαρτο, μα ο Γιωργά- κης το είχε για ευαγγέλιο.Εκεί έγραφε τις συνταγές. Όφου, μωρέ Γιωργάκη, λες κι είσαι στο σκολειό, γκρίνιαζε ο Ξενοφών. Τι το θες το τεφτέρι, δεν φτάνει που τα σημειώνεις στο μυαλό σου; Για τον Ξενοφώντα το σχολείο ήταν φυλακή. Τα λίγα χρόνια που είχε κάνει μαθητής στον Ζαρό, μόνη παρηγο- ριά του ήταν το παράθυρο. Ώσπου μια μέρα ο δάσκαλος κάρφωσε ένα χράμι και το έκλεισε · έγινε μες στην αίθου- σα μαύρο σκοτάδι.Πού ακούστηκε δάσκαλος να κάνει τέ- τοιο πράγμα, άλλο το ξύλο, αυτό το καταλάβαινε, μα να τους σβήσει το φως του ήλιου · ε όχι, δεν το άντεχε η ψυχή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=