Στο τέλος νικάω εγώ

20 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ Εκεί, στις Νέες Χώρες και στα Νέα Χώματα, οι λέξεις ήτανε σαν τις σημαίες. Θεσσαλονίκη έλεγαν οι Έλληνες. Σελανίκ οι Τούρκοι, Σολούν οι Σλάβοι, Σαρούνα οι Βλαχό- φωνοι. Το όνομα δεν ήταν απλώς μια λέξη. Άνθρωποι πέ- θαιναν και για λιγότερα. Μα τι να κάνει ο Γιωργάκης; Τι μπορούσε να κάνει; Δεν σταματούσε η ζωή, επειδή ήταν πόλεμος. Διπλοκλει- δωνόταν μες στο μαγαζί και έβαζε την κρέμα του να βρά- ζει. Οι υπάλληλοι ξεφόρτωναν κάθε πρωί το βουβαλίσιο γάλα κι εκείνος πάλευε με τα υλικά στο εργαστήριο. Τι έβαζε, τι έβραζε, τι ανακάτευε, όσο κι αν πάσχιζαν οι υπό- λοιποι ζαχαροπλάστες να βρουν το μυστικό, δεν τα κατά- φερναν.Πάντως η κρέμα του τον έκανε διάσημο,αυτή και τα ζαχαρωμένα φιογκάκια του. Τα έπλαθε σε χρώματα, ροζ,βιολετί,γαλάζιο,πράσινο και στόλιζε τις πάστες.Κάθε πρωί άλλαζε τη βιτρίνα. Στο κέντρο οι κρέμες, που ήταν διάσημες στην πόλη. Στο πάνω ράφι, η καινούργια πάστα. Πού έβρισκε τόσες ιδέες κι έφτιαχνε κάθε μήνα κι από μία; Πρόσθετε τα ονόματά τους στον κατάλογο, μαστοί της Αφροδίτης, μαύρο τριαντάφυλλο. Γίνονταν μόδα μέσα σε ένα απόγευμα. Στον Ξενοφώντα έμοιαζε ακατανόητο που οι στρατιώτες ξόδευαν λεφτά σε γλυκά. Ο ίδιος ούτε να τα δει, του έφτανε η ρακή και το στραγάλι. – Μια πάστα κάνει τη ζωή πιο γλυκιά, χαμογελούσε ο Γιωργάκης. Από τον πάγκο του παρακολουθούσε τους πελάτες. Οι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=