Στο τέλος νικάω εγώ

18 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ λιτική.Συμφωνίες και υπογραφές.Ποιος μας τη χάρισε τη Σαλονίκη, ο Θεός; Ο Βενιζέλος και ο Βασιλιάς την ελευθέ- ρωσαν. – Αχ,Παναγιά μου, μην τον ακούς και μην τον συνερί- ζεσαι, γονάτιζε στο εικόνισμα η κυρα-Λένη. Τι είσαι, βρε; Άθεος είσαι και τα λες αυτά; Βόηθα, Παναγιά μου, να αντέξω, έπιανε την καρδιά της. Πάει, το μοναχοπαιδάκι μου τρελάθηκε. – Δεν είμαι άθεος, βρε μάνα. Ορ-θο-λο-γι-στής. Αυτό είμαι και γι’ αυτό πρόκοψα. – Για κούνα το κεφάλι σου, βρε, για να δεις πώς κάνει. Τι θα πει θρολογιστής,μου λες; Αιρετικός θα πει; Να πάμε στον παπά να σε διαβάσει. Ο κυρ Γιωργάκης δεν άντεχε καβγάδες και φωνές.Κάθε φορά που έφτανε ο κόμπος στο χτένι,έραβε το στόμα του. – Τον Βενιζέλο ν’ ανεβάσεις στο εικονοστάσι,συμβούλευε ο Ξενοφών. Του άλλου τη φωτογραφία να την κάψεις, εί- ναι καλή μόνο για προσάναμμα. Ο χωροφύλακας έπινε ρακή κι έγλειφε το στραγάλι του για ώρες. Μέσα στον σαματά του μαγαζιού,δεν σταματού- σε να αγορεύει.Αραιά και πού, έριχνε στον ζαχαροπλάστη από κανένα, τι λες κι εσύ, Γιωργάκη; Ο άλλος έκανε πως δεν ακούει,του είχε εξηγήσει εκατό φορές: μην ανοίγεις συζήτη- ση εδώ μέσα, δεν θέλω καβγάδες. Τι λες, μωρέ, παρεξηγιόταν ο Ξενοφών. Σιγά, μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=