YAEL VAN DER WOUDEN 32 «Αδερφούλα» είπε εκείνος τώρα προσπαθώντας να την κλείσει στην αγκαλιά του, πιάνοντάς την από τους αγκώνες. Δεν της άρεσαν τέτοιου είδους επαφές, περιοριστικές, κι ο Χέντρικ το ήξερε, το έκανε σκόπιμα βαριά και σφιχτά. Μεθυσμένα. «Αχ, αδερφούλα, αδερφούλα, αδερφούλα!» Εκείνη προσπαθούσε να ελευθερωθεί. Αυτός γέλασε και την άφησε. Τον πήγε σπίτι του. Επιχείρησε να την πείσει να ανέβει πάνω μαζί του, να πει ένα γεια στον Σεμπάστιαν, να πιει ένα τελευταίο ποτό και να κλείσουν έτσι τη βραδιά. Είχε τόσο καιρό να δει τον Σεμπάστιαν, της είπε με μάτια υγρά, λαμπερά, ήρεμος και σοβαρός. Την κρατούσε γερά απ’ τον καρπό. Το φως επάνω ήταν αναμμένο. Ο Σεμπάστιαν τον περίμενε. Η Ίζαμπελ του είπε πως θα γύριζε στο σπίτι της. Ο Χέντρικ κατένευσε, ξανά και ξανά. Μισοχαμογέλασε και φάνηκαν λιγάκι τα δόντια του. Υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει. Υποσχέθηκε να την επισκεφτεί με τον Σεμπάστιαν κάποια στιγμή το καλοκαίρι, προτού φύγουν για Παρίσι. Να μείνουν μερικές μέρες μαζί της. Να πάνε για κολύμπι. Ή καμιά εκδρομή. Άλλωστε είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είδε τελευταία φορά τον Σεμπάστιαν η Ίζαμπελ. Στο τρένο προς Ζβόλε έβγαλε από την τσάντα της το πακετάκι και το ξετύλιξε. Περιεργάστηκε το εύρημά της. Φίνα πορσελάνη. Γαλάζιο, λευκό, γαλάζιο. Τα φώτα του τρένου τρεμόπαιζαν με κάθε σκαμπανέβασμα στις ράγες. Όταν πια έφτασε στο σπίτι, το ένιωσε να την υποδέχεται σαν ανακουφισμένο. Να σε επιτέλους, της είπε το χλωμό
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=