Στο σπίτι της

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 31 της παρασύρθηκαν απ’ τον άνεμο. Ο Χέντρικ δεν την άκουσε. Οπότε συνέχιζε απαριθμώντας στιγμές: Τότε που η Εύα έκανε εκείνο!… Κι αν η Ίζαμπελ την πρόσεξε τότε που έκανε το άλλο!… Η Ίζαμπελ θυμήθηκε το φευγαλέο γούρλωμα των ματιών της Εύας όταν έλεγε «Μπα, αλήθεια;». Το φούσκωμα των ρουθουνιών της. Την τεντωμένη ραχοκοκαλιά της. Το χέρι της να σφίγγει τη μέση της Ίζαμπελ αποχαιρετώντας την. Τον τρόπο που ο Λούις χαλάρωνε όταν τον άγγιζε η Εύα. «Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου» της είχε πει νωρίτερα ο Χέντρικ. Της το έλεγε τουλάχιστον μία φορά όποτε συναντιούνταν. Αλλά και στο τηλέφωνο και στα γράμματά του: να βγάλει απ’ το μυαλό της τα χρήματα, να βγάλει απ’ το μυαλό της τον τρόπο που η υπηρέτρια καθαρίζει τα παράθυρα, να βγάλει απ’ το μυαλό της τον Γιόχαν και τις προθέσεις του, το επίμονο βλέμμα του, τον τρόπο που την αγκάλιαζε από τη μέση – με τα δάχτυλα ορθάνοιχτα. H Ίζαμπελ τσιμπούσε επίμονα το δέρμα στο χέρι της. Ο Χέντρικ το πρόσεξε. Σταμάτησε να μιλάει και πήρε το χέρι της στο δικό του. Περπατούσε διστακτικά, με βήμα ασταθές. Πλησίαζαν στο αμάξι του. «Θα οδηγήσω εγώ» είπε εκείνη. «Όόόχι» είπε ο Χέντρικ κι έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της. «Καλά είμαι!» «Σου είπα: Θα οδηγήσω εγώ». « Ίζα» επέμεινε εκείνος. «Το τρένο σου! Το δρομολόγιό σου!» «Θα πάρω το τραμ μέχρι τον σταθμό».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=