Στο σπίτι της

YAEL VAN DER WOUDEN 30 ίσια κιόλας. Η Εύα άρχισε να πασπατεύει το πικάπ. Το κοκκίνισμά της είχε φύγει. Ο αυχένας της σκούρος κόντρα στο ξανθό των μαλλιών της. Καθώς έφευγαν ο Χέντρικ και η Ίζαμπελ, η Εύα έγινε πάλι μικροσκοπική και γλυκανάλατη: όρθια πλάι στην πόρτα, κοντούλα, γερμένη πάνω στον Λούις με το χέρι γύρω από τη μέση του, να χαιρετάει, να χαιρετάει. Να λέει: «Τι ωραία! Τι ωραία! Θα τα ξαναπούμε σύντομα!». Νωρίτερα, όταν πήγε προς την Ίζαμπελ για να την αποχαιρετήσει, της έπιασε φευγαλέα τη μέση, σαν να ήθελε να σταθεροποιηθεί. Ένα γρήγορο αλλά σταθερό σφίξιμο. Η Ίζαμπελ ένιωθε ακόμα το βάρος του αγγίγματός της καθώς απομακρύνονταν κατηφορίζοντας τον δρόμο. Έφερε το χέρι της στο σημείο όπου την είχε αγγίξει η Εύα και είπε στον Χέντρικ: «Δεν τη συμπάθησα καθόλου». Ο Χέντρικ γέλασε δυνατά. «Μπα, σοβαρά; Ούτε που το κατάλαβα». «Όχι, δηλαδή…» άρχισε να λέει εκείνη, βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις της. «Όχι, δηλαδή νομίζω… Έχει κάτι… Δεν νομίζω ότι είναι…» «Τι κακογουστιά, Θεέ μου!» σχολίασε ο Χέντρικ σφίγγοντας στα χείλη του ένα τσιγάρο, προσπαθώντας να το ανάψει κόντρα στη θαλασσινή αύρα. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Η θάλασσα χάιδευε την ακτή. «Μου ερχόταν να βάλω τις φωνές. Ω Θεέ μου! Και πώς την άφησε ο Λούις; Κι αυτά τα χαλιά! Απίστευτο. Ποτέ του δεν θα την ξεπλύνει αυτή την ντροπή, ποτέ του δεν θα…» «Για στάσου» είπε η Ίζαμπελ, τόσο σιγανά, που τα λόγια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=