ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 29 Ο Χέντρικ αγρίεψε. «Ποιος είμαι εγώ; Σοβαρά τώρα;» «Μη φωνάζετε» επενέβη η Ίζαμπελ κοιτάζοντας τον τοίχο και ο Λούις ξεφύσηξε και της είπε: «Μην ανησυχείς, Ίζα, λείπει ο Μάουρις, δεν θα εκτεθείς, τη γλίτωσες». Η Ίζαμπελ, που αφενός δεν ήθελε να δώσει απάντηση στα λόγια του, μα αφετέρου ήθελε να αντιδράσει, είπε: «Δεν μ’ αρέσει αυτός ο τύπος». Και τότε η Εύα μπήκε στην κουβέντα μ’ ένα «Μπα, αλήθεια;». Όλοι την κοίταξαν και η Ίζαμπελ είπε: «Ναι». «Α! Γιατί;» «Έτσι». Σπανίως μιλούσε κανείς στην Ίζαμπελ για να της ζητήσει εξηγήσεις για τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές της. Σπανίως της μιλούσε κανείς γενικότερα στις διαδρομές της από το σπίτι στα μαγαζιά ή στις εβδομαδιαίες συναντήσεις της με τον Χέντρικ. Άλλωστε υπήρχε και κανείς για να της μιλήσει; «Συμπεριφέρεται… ύποπτα» δήλωσε. Θαρρείς άστραψαν τα μάτια της Εύας. Να την πάλι αυτή η λάμψη. Και σαν να ίσιωσε κάπως το κορμί της, αμυδρά. «Δηλαδή τι κάνει;» ρώτησε. «Παραμονεύει». Μια φορά που η Ίζαμπελ περίμενε τον Λούις στον διάδρομο ο Μάουρις έμεινε όλη την ώρα μαζί της – το βλέμμα του κενό, καρφωμένο στον τοίχο, λίγο πάνω απ’ τον ώμο της. «Παραμονεύει;» απόρησε η Εύα, λες κι άκουγε πρώτη φορά τη λέξη. «Ουφ, ποιος νοιάζεται για τον Μάουρις» είπε ο Λούις με φωνή πιο δυνατή από των άλλων και η Ίζαμπελ σάστισε. Πήρε βαθιά ανάσα, έστρεψε αλλού το βλέμμα. Στάθηκε πιο
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=