YAEL VAN DER WOUDEN 28 κάτι κόκκινα αραχνοΰφαντα υφάσματα που έπεφταν γύρω από το κρεβάτι σαν ουρανός και κατέληγαν πάνω σε άλλα έπιπλα: στην εταζέρα, σε μια καρέκλα. Χαλιά σκέπαζαν το πάτωμα, σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο. Στον τοίχο είχε βάλει διάφορους άχαρους πίνακες με αφηρημένα πρόσωπα. «Ωραίοι δεν είναι;» ρώτησε. «Τους ζωγράφισε ένας φίλος μου. Κρυφή μεγαλοφυΐα, δεν συμφωνείτε;» «Ω» έκανε ο Χέντρικ γνέφοντας με ενθουσιασμό και σφίγγοντας ακόμα πιο δυνατά το μπράτσο της Ίζαμπελ. «Ω, ναι, βεβαίως. Βεβαίως». Δεν υπήρχε χώρος να καθίσεις. Ο Λούις πρόλαβε την πολυθρόνα. Ο Χέντρικ και η Ίζαμπελ κάθισαν στην άκρη του κρεβατιού. Η Εύα έφερε ένα σκαμνάκι απ’ την κουζίνα και ποτά σερβιρισμένα σε ασορτί ποτήρια. Βυθίστηκαν όλοι σε μια τεταμένη σιωπή. Το έντονο κοκκίνισμα επανήλθε στα μάγουλα της Εύας. Ο Λούις ξεφύλλιζε ένα βιβλίο που είχε αφήσει στο πάτωμα, δίπλα στην πολυθρόνα. Και τότε η Εύα είπε «Μουσική» κι έσπευσε να βάλει έναν δίσκο. Ήταν πολύ δυνατά στην αρχή κι έτσι πήγε να χαμηλώσει την ένταση. Αφού το τακτοποίησε, ξεκίνησε να λέει: «Ο Λούις λοιπόν μου έχει πει ότι οι τρεις σας μεγαλώσατε στο…». «Εδώ μένετε;» τη διέκοψε ο Χέντρικ κοιτώντας τριγύρω. «Σ’ αυτό το δωμάτιο; Εσύ κι ο Λούις;» «Α, εγώ…» άρχισε να λέει η Εύα, μα επενέβη ο Λούις. «Ψάχνουμε διαμέρισμα» είπε. Και ο Χέντρικ ρώτησε: «Μαζί;». Και ο Λούις απάντησε: «Μαζί. Γιατί; Ποιος είσαι εσύ για να…».
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=