ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 27 αυτόματα στην Ίζαμπελ, μια απότομη, δυσάρεστη απάντηση – μια φευγαλέα εικόνα, ένα κρεβάτι. Όσα κάνουν οι άνθρωποι σε ένα δωμάτιο, μακριά απ’ όλους. Έδιωξε την εικόνα από το μυαλό της στρέφοντας το βλέμμα στη θάλασσα. Ο ήλιος που έδυε έμοιαζε με μακρινή δέσμη φωτός πίσω από ένα γκρίζο πέπλο. Η θάλασσα, ορμητική, ξεχυνόταν στην ακτή κι αποτραβιόταν, ξανά και ξανά. Και τότε η Εύα κοντοστάθηκε, συντόνισε το βήμα της με της Ίζαμπελ και της είπε κάπως συνωμοτικά ότι ήθελε να μείνει για λίγο μακριά απ’ «τα αγόρια». Η Ίζαμπελ τη λοξοκοίταξε. Μπήκαν στον δρόμο όπου έμενε ο Λούις. Ο αέρας κόπαζε εκεί. Ψηλότερα κτίρια, μικρές αυλές. Η Εύα άρχισε να φλυαρεί σαν να ξεχάστηκαν ολότελα τα λόγια της Ίζαμπελ νωρίτερα στο εστιατόριο. Δεν έλεγε τίποτα σπουδαίο, απλώς σχολίαζε τις αυλές, εκθέτοντας τις απόψεις της σαν ερωτήσεις: Ωραία δεν άνθιζαν οι μπιγκόνιες; Πολύ δεν θα ’θελε έναν δικό της κήπο; Φάνηκε σαν να απηύθυνε την ερώτηση στην Ίζαμπελ, όμως όχι, γιατί έσπευσε να πει, κοφτά κι αφηρημένα, μ’ έναν αναστεναγμό: «Μα θα τα πήγαινα χάλια, έτσι δεν είναι; Θα τα πήγαινα χάλια με τον κήπο μου. Ό,τι κι αν φύτευα, θα το ξέραινα, είμαι σίγουρη». «Τότε φρόντισε να μην αποκτήσεις κήπο» απάντησε η Ίζαμπελ. Τα χείλη της Εύας σχημάτισαν μια ολόισια γραμμή. Όταν ανέβηκαν επάνω και μπήκαν στο δωμάτιο του Λούις, ο Χέντρικ έσφιξε δυνατά το μπράτσο της Ίζαμπελ, σαν να της έστελνε ένα μήνυμα. Κι είπε μονάχα με μια βραχνάδα στη φωνή: «Ω, τι όμορφο!». Κακόγουστο ήταν. Η Εύα είχε κρεμάσει απ’ το ταβάνι
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=