YAEL VAN DER WOUDEN 26 η βραδιά – με τίποτα! «Ελάτε απ’ το σπίτι για ποτό. Αχ, σας παρακαλώ, ελάτε!» «Στο σπίτι του Λούις;» ρώτησε ο Χέντρικ. Ο Λούις έμενε σ’ ένα μικρό δωματιάκι σ’ ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου κοντά στη δουλειά του. Το σπίτι ήταν παλιό και κακοδιατηρημένο, με μούχλα στην ντουζιέρα, και το μοιραζόταν μ’ έναν περίεργο ανθρωπάκο με πυκνά φρύδια και γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Όμως το ενοίκιο το κάλυπτε η εταιρεία του και ο Λούις ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. Η Ίζαμπελ περνούσε από εκεί μόνο για να τον πάρει ή για να τον αφήσει. «Αχ, ναι, είχε τα χάλια του. Όμως τον βοήθησα να το αναμορφώσει, σωστά, αγάπη μου; Και τώρα είναι πολύ όμορφο. Αχ, ελάτε, για να το δείτε έστω». «Βοήθησες τον Λούις να το αναμορφώσει» είπε ειρωνικά ο Χέντρικ. Η Εύα δεν φάνηκε να προσέχει την ειρωνεία του και το επιβεβαίωσε πρόσχαρα. Η Ίζαμπελ δεν ήθελε να πάει. Είχε ήδη κρατήσει αρκετά η βραδιά. Πρόβαλε κάμποσες δικαιολογίες, για τα δρομολόγια των τρένων και για τη νύχτα που έπεφτε, όμως ο Χέντρικ έσκυψε προς το μέρος της και της ψιθύρισε σκωπτικά: «Μα έλα τώρα, δεν θέλεις να δεις την αναμόρφωσή της;». Κι έτσι αποφασίστηκε να πάνε. Για ένα μόνο ποτό, ένα. «Ναι, φυσικά, μόνο ένα» δήλωσε ο Χέντρικ. Δεν περπάτησαν πολύ. Έμενε κοντά ο Λούις. Δεν υπήρχε λόγος να έρθουν καθυστερημένοι στο εστιατόριο αυτός και η κοπέλα του. Απλώς δεν έφυγαν εγκαίρως από το σπίτι. Και γιατί να μη φύγουν εγκαίρως; Η απάντηση ήρθε
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=