ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 25 της – κάτι σαν αστραπή, μα χάθηκε τόσο γρήγορα, που σκέφτηκε πως ίσως και να το φαντάστηκε. Ίσως να μην το είδε καν. Η Ίζαμπελ έκανε να φύγει. Η Εύα δεν κουνήθηκε καθόλου, την κοιτούσε να φεύγει με βλέμμα σταθερό. Επίμονο. Έξω στον δρόμο είχε ζέστη και υγρασία μαζί, σαν να ψιχάλιζε. Η μυρωδιά της θάλασσας, του αλατιού, πλημμύριζε τους δρόμους. «Πού είναι η Εύα;» ρώτησε ο Λούις. Και η Ίζαμπελ απάντησε: «Νταντά της είμαι;». Ο Χέντρικ την πήρε αγκαζέ κι εκείνη τον έσφιξε. «Ήσασταν απαίσιοι απόψε. Ήσασταν απαίσιοι μαζί της» είπε ο Λούις. «Πφφφ» έκανε ο Χέντρικ. Ο Λούις τον πλησίασε προσπαθώντας να μην υψώσει τον τόνο της φωνής του. «Τι πρέπει να γίνει, ώστε εσείς οι δυο να…» Μα τότε εμφανίστηκε η Εύα. Ίσιωνε το καπέλο της. Το κατακόκκινο καπέλο της. Είχε διορθώσει το κραγιόν της. Τώρα φαινόταν ξεκάθαρα πόσο κοντή ήταν μπροστά τους – ψηλοί και οι τρεις και λεπτοί. «Έχασα τίποτα;» ρώτησε με τη γνωστή φωνή πάλι, αλλά πιο τσιριχτή τώρα, τραγουδιστή. Μάλλον νόμιζε πως την έκανε πιο γλυκιά. Αλλά όχι, σκέφτηκε η Ίζαμπελ. Κάθε άλλο. Ο Λούις μαλάκωσε βλέποντάς την και στράφηκε προς το μέρος της. «Τίποτα» είπε. «Τι να χάσεις; Τι θα μπορούσε να συμβεί χωρίς εσένα;» Πολύ της άρεσαν τα λόγια του. Κοκκίνισε, έγειρε πάνω του κι έσπευσε να τονίσει ότι δεν γινόταν να τελειώσει έτσι
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=