Στο σπίτι της

YAEL VAN DER WOUDEN 24 φως έλαμπε πάνω στην κιτρινωπή γυαλάδα των μαλλιών της. Η Ίζαμπελ ένιωθε σαν να μύριζε το οξυζενέ. «Ωραία ήταν απόψε» είπε η Εύα. «Μμμ» έκανε η Ίζαμπελ πλένοντας τα χέρια της. «Ειλικρινά ήθελα πολύ να σας γνωρίσω. Κυρίως εσένα. Μου έχει πει τόσο πολλά ο Λούις. Μένεις στο πατρικό σας, σωστά; Εκεί που μεγαλώσατε οι τρεις σας…» «Δεν σε κάλεσα εγώ εδώ απόψε». Η Εύα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μια στάλα ιδρώτα κυλούσε στον γιακά της. Η Ίζαμπελ εκνευριζόταν και μόνο που την κοιτούσε. Εκνευριζόταν με το στενό φουστάνι της, με τις σκούρες ρίζες των μαλλιών της, με τα βαμμένα φρύδια της. Πόσο ταπεινωτικό, είπε μέσα της, να φαίνεται τόσο ξεκάθαρα η υποκρισία. Και τότε η Εύα γέλασε. Με ένα κοφτό, άχρωμο γέλιο. «Μάλιστα» είπε. «Τα λες έξω απ’ τα δόντια πάντως!» Η Ίζαμπελ σκούπισε τα χέρια της. «Δεν θέλω να φανώ αγενής» είπε, αλλά ήταν ψέμα. «Μα πολύ σύντομα θα πάρεις πόδι». Και, για να γίνει ξεκάθαρη, πρόσθεσε: «Θα σε βαρεθεί και δεν θα ξανακούσω ποτέ τίποτα για σένα». Τα λόγια της δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Α» έκανε η Εύα κι έγειρε στο πλάι το κεφάλι της. «Αυτό θα το δούμε». Η φωνή της ήχησε αλλιώτικη, όχι όπως πριν, όταν γελούσε αμήχανα με κάθε κουβέντα, όταν ζήτησε συγγνώμη –«Αχ, συγγνώμη. Τι χαζή που είμαι! Συγγνώμη»– επειδή έριξε ένα ποτήρι ή επειδή χτύπησε δυνατά το μαχαίρι στο πιάτο της. Η Ίζαμπελ την κοίταξε και διέκρινε κάτι στην έκφρασή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=