Στο σπίτι της

YAEL VAN DER WOUDEN 22 να απαντήσει, επενέβη ο Χέντρικ και της είπε: «Α, μάντεψε!». Η Εύα σαν να μπερδεύτηκε, μα τελικά επιχείρησε να μαντέψει και είπε σιγανά πως μάλλον ήταν ένα είδος πατάτας. Κανείς δεν μίλησε για λίγο κι έπειτα ο Χέντρικ πετάχτηκε λες και τον κλότσησε κάποιος κάτω από το τραπέζι. Στηρίχτηκε στους αγκώνες του και ρώτησε την Εύα τι ακριβώς έκανε –αν σπούδαζε ή αν δούλευε ή αν απλώς άραζε περιχαρής όλη μέρα– και η Εύα, που κατακοκκίνισε πάλι, του απάντησε με την ησυχία της, αφού πρώτα άφησε τα μαχαιροπίρουνά της, σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα και άδειασε το ποτήρι της. Το δεύτερο ποτήρι, όπως παρατήρησε η Ίζαμπελ, ή ίσως το τρίτο. «Να…» είπε η Εύα. «Να… Εγώ…» Κι έπειτα ψέλλισε: «Αχ, γιατί πρέπει να μιλάμε για δουλειές; Είναι τόσο βαρετό!». Η Ίζαμπελ κοίταξε πέρα, έξω απ’ το παράθυρο. Κι είδε μονάχα τον αντικατοπτρισμό του εστιατορίου, βουβές σκιές ζωγραφισμένες στο τζάμι. «Δεν φαίνεσαι άνθρωπος που τον παίρνει να βαριέται τη δουλειά» σχολίασε. « Ίζαμπελ». Ο Λούις είπε το όνομά της μία φορά, σαν μαχαιριά. Η Ίζαμπελ τον κοίταξε κατάματα, μα δεν απολογήθηκε. «Η Εύα είναι ταπεινός άνθρωπος» είπε ο Λούις. «Έτσι δεν είναι;» Δεν περίμενε να απαντήσει η Εύα, απάντησε εκείνος στη θέση της. «Η Εύα ήταν δακτυλογράφος στον Βαν Ντόνγκεν. Σταμάτησε πρόσφατα, όταν… ε… μια… ε…»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=