ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 21 «Χαίρω πολύ» είπε ο Χέντρικ. «Αχ, χαίρομαι τόσο πολύ που σας γνωρίζω και τους δυο. Έχω ακούσει τόσο πολλά κι έλεγα στον Λούις ότι θέλω πολύ να σας γνωρίσω. Καλά δεν λέω, Λούις; Δεν σου έλεγα πόσο πολύ…» «Ναι, μου το έλεγε» συμφώνησε ο Λούις ενώ περιεργαζόταν τον κατάλογο. «Πόσο καιρό λοιπόν εσείς οι δύο…» άρχισε να λέει ο Χέντρικ και η Εύα έσπευσε να τον διακόψει λέγοντας: «Α, λίγο, μα νιώθουμε σαν να ’ναι πολύς. Καλά δεν λέω, Λούις; Εγώ συνέχεια το λέω, στ’ αλήθεια συνέχεια, ότι, ενώ έχουν περάσει μόνο λίγοι μήνες, είναι σαν να γνωριζόμασταν σε μια άλλη ζωή, γιατί είμαι τόσο σίγουρη ότι εμείς οι δυο…». «Να παραγγείλουμε;» τη διέκοψε η Ίζαμπελ κάνοντας νόημα σε έναν διερχόμενο σερβιτόρο. Ήδη ο Λούις τούς είχε στήσει. Κι εκείνη δεν συνήθιζε να τρώει τόσο αργά το βράδυ, πεινούσε κι άρχιζε να εκνευρίζεται για τα καλά. Η Εύα, αφήνοντας την κουβέντα της στη μέση, κράτησε το χαμόγελό της ανέπαφο. Κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Ό,τι θέλετε» είπε χωρίς να επιδιώξει να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Όταν ήρθε η σειρά της να παραγγείλει, σάστισε, είπε ότι οι μισές λέξεις στο μενού τής ήταν άγνωστες, έγειρε προς το μέρος του Λούις και του είπε: «Αχ, παράγγειλε εσύ, αγάπη μου. Άλλωστε είσαι πάντα τόσο καλός σε κάτι τέτοια». Παρήγγειλαν χτένια. Μόλις ήρθε το φαγητό, η Εύα ρώτησε τι ήταν τα χτένια και, πάνω που ο Λούις ετοιμαζόταν
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=