YAEL VAN DER WOUDEN 20 «Θεούλη μου» είπε η Ίζαμπελ και ο Χέντρικ ρουθούνισε. Τότε ο Λούις σήκωσε το βλέμμα και έγνεψε δείχνοντάς τους στον υπεύθυνο του καταστήματος. Ο Χέντρικ χαιρέτησε καλοσυνάτα. Το ζευγάρι πλησίασε με μια τέταρτη καρέκλα στο κατόπι και το πρώτο πράγμα που είπε ο Λούις ήταν: «Μου έλεγαν ότι δεν έχουν αρκετές καρέκλες. Απίστευτο…». «Έκανα κράτηση για τρεις» απάντησε η Ίζαμπελ. Ο Λούις κάθισε ξεφυσώντας, ισιώνοντας το σακάκι του, και η κοπέλα του κοντοστάθηκε αμήχανα, θαρρείς έκανε έναν αδέξιο χορό με τον σερβιτόρο που έφερνε την πρόσθετη καρέκλα. Εκείνος προσπαθούσε να τη βάλει ακριβώς πίσω της για να καθίσει, μα η κοπέλα δεν το κατάλαβε και την αναζητούσε με άγαρμπες κινήσεις. «Εστιατόριο είναι» συνέχισε ο Λούις. «Οφείλουν να έχουν επιπλέον καρέκλες». «Γεια σου, Λούις, καλώς όρισες» του είπε ο Χέντρικ. Όλοι στο τραπέζι σώπασαν για μια στιγμή. Έπειτα ο Λούις απάντησε μ’ έναν ήχο, έναν κοφτό ήχο δυσανασχέτησης, κι αμέσως σηκώθηκε από την καρέκλα του. Έσκυψε και φίλησε την Ίζαμπελ, έσφιξε το χέρι του Χέντρικ. Μύριζε έντονα κολόνια. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω. Η γραβάτα του σφιχτά δεμένη στο μήλο του Αδάμ. «Γεια σας» είπε τελικά. «Από δω η Εύα». Η κοπέλα σηκώθηκε για να τους σφίξει το χέρι. Κατά λάθος έσπρωξε με το στήθος της το ανθοδοχείο, έκανε ένα «Ωχ, όχι» βάζοντάς το στη θέση του και, καθώς πήγε να ξανακαθίσει, παραλίγο να πάρει μαζί της και το τραπεζομάντιλο. Πιάτα και μαχαιροπίρουνα τραντάχτηκαν για τα καλά.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=