ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 19 ήθελε να πει κι άλλα, μα συγκρατήθηκε. Δεν είχε πάει ποτέ στο Παρίσι. Ήξερε πως ήταν μακριά. Ήξερε πως, όταν είχε αρρωστήσει η δική τους μητέρα, το μόνο που είχε να κάνει ο Χέντρικ ήταν να παίρνει ένα μόνο τρένο και να έρχεται στο σπίτι, μα το έκανε σπάνια. Ο Χέντρικ τής έπιασε το μπράτσο. «Άσ’ το καλύτερα» της είπε. Και μετά, σε έναν νέο, πρόσχαρο τόνο, πρόσθεσε: «Άσ’ το καλύτερα αυτό τώρα και πες μου κανένα νέο σου, κάτι συναρπαστικό. Πες μου τι κάνει ο δικός σου, Ίζα. Για πες μου». Εκείνη σάστισε. «Ο ποιος;» «Έλα τώρα, αφού ξέρεις… Ο γείτονας, ο Γιόχαν». Η Ίζαμπελ κυριεύτηκε από ένα άσχημο συναίσθημα, σαν να την είχαν τσακώσει να κάνει κάτι ντροπιαστικό: να είναι προκλητικά ντυμένη ή να διακόπτει μια συζήτηση. Αγνόησε το κάψιμο που φούντωνε στον λαιμό της και απάντησε λέγοντας: «Δικός μου; Μα ο Γιόχαν δεν είναι…». Το βλέμμα του Χέντρικ πλανήθηκε αλλού, επικεντρώθηκε στην είσοδο: Είχε φτάσει ο Λούις. Μιλούσε αυστηρά στον μετρ σκύβοντας πάνω από το γραφείο του, χειρονομώντας για να δώσει έμφαση στην άποψή του. Η καινούργια κοπέλα του στεκόταν στο πλευρό του, αμήχανη και νευρική, μ’ ένα τρεμάμενο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη. Είχε κοντά μαλλιά, οξυζεναρισμένα, και φορούσε ένα κακοραμμένο φόρεμα με υπερβολικά στενό μπούστο και προχειροφτιαγμένο στρίφωμα. Το πρόσωπό της ήταν πολύ ροδαλό. Ήταν όμορφη – το είδος της ομορφιάς που οι άντρες θεωρούν απαραίτητη σε μια γυναίκα.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=