Στο σπίτι της

YAEL VAN DER WOUDEN 18 λη κλειστά. «Είναι ο έρωτας της ζωής του αυτή τη φορά, έτσι μου είπε». «Αλήθεια;» «Αλήθεια». Το τσιγάρο τέλειωσε. Κόσμος μπαινόβγαινε στο εστιατόριο ακολουθώντας έναν κοστουμαρισμένο σερβιτόρο. «Πάμε;» πρότεινε ο Χέντρικ. «Ο Λούις δεν έχει φτάσει ακόμα». «Το ξέρω». Ο Χέντρικ ανέβασε το παράθυρο. «Ας πάμε όμως». Και πήγαν. Πέρασε άλλη μισή ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο Λούις. Σ’ αυτό το διάστημα ο Χέντρικ κάπνισε άλλα τρία τσιγάρα, ήπιε δύο μπίρες, φλυαρούσε βαριεστημένα κι έπειτα άρχισε πάλι να συζητάει για το αν θα έπρεπε ή όχι να πάει στο Παρίσι μαζί με τον Σεμπάστιαν, που ήθελε να δει την άρρωστη μητέρα του – ένα ταξίδι με απροσδιόριστη διάρκεια. Οι γιατροί ήταν επιφυλακτικοί. Μιλούσε και την κοιτούσε σαν να ήξερε ότι εκείνη δεν είχε καμία διάθεση να τον ακούσει, ωστόσο ήθελε να του πει ή να πάει ή να μην πάει, να του δώσει κατά κάποιον τρόπο την ευλογία της για κάτι. Όμως η Ίζαμπελ δεν μπορούσε. «Να κάνεις αυτό που θέλεις». Είχε στα χέρια της ένα ποτήρι νερό. Και ήπιε λίγο. «Εσύ θα είσαι εντάξει;» τη ρώτησε ο Χέντρικ. «Αν λείψω για λίγο;» «Έτσι νομίζεις ότι ζω τη ζωή μου; Περιμένοντας με κομμένη την ανάσα την επόμενη επίσκεψή σου;» « Ίζαμπελ». «Και τώρα λείπεις. Δεν μένεις στο σπίτι. Θα μπορούσες κάλλιστα να βρίσκεσαι στο Παρίσι. Κάλλιστα…» Η Ίζαμπελ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=