YAEL VAN DER WOUDEN 16 σπίτι. Σχεδόν όλα βρίσκονταν στις θέσεις τους: τα σεντόνια, οι γλάστρες, τα βάζα στα περβάζια. «Μα το σερβίτσιο ήταν της Μητέρας…» επέμεινε η Ίζαμπελ. Η μητέρα τους λάτρευε τους λαγούς. Το σπίτι ήταν γεμάτο λαγούς: μινιατούρες λαγών στα περβάζια, λαγοί στα πλακάκια του τζακιού. «Κάποτε είχαμε…» άρχισε να λέει ο Χέντρικ. «Αχ, ναι! Θυμάσαι στο Άμστερνταμ που είχαμε κάτι πιάτα με υάκινθους; Μπα, όχι, αυτά ήταν εκείνης της γυναίκας που είχε παντρευτεί τότε ο Θείος Κάρελ. Εκείνη δεν μας ετοίμασε το σπίτι;» «Ποτέ δεν παντρεύτηκε ο Θείος Κάρελ» είπε η Ίζαμπελ. «Κι όμως παντρεύτηκε, για πολύ λίγο. Μια ψηλή. Μ’ ένα σημάδι στο μάγουλο. Που χαιρετούσε τραγουδιστά». «Όχι». «Έμενε μαζί μας για λίγο, πριν έρθει η Μητέρα. Στ’ αλήθεια δεν το θυμάσαι;» Δεν θυμόταν καμία τέτοια γυναίκα. Ούτε θυμόταν τη μέρα που έφτασαν στο σπίτι ούτε κανέναν να τους δείχνει τα κατατόπια, να τους λέει πού να πάνε, πού να κοιμηθούν ή γιατί τα κρεβάτια ήταν ήδη στρωμένα, ήδη… «Τέλος πάντων, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου» της είπε ο Χέντρικ. «Και… Ίζα… Σταμάτα να το κάνεις αυτό». Η Ίζαμπελ τσιμπούσε το δέρμα του χεριού της. Σταμάτησε. Ξερόβηξε, άγγιξε το καπέλο της για τρίτη φορά. «Ίσως να ξέρει κάτι ο Λούις». «Μάλιστα» μουρμούρισε ο Χέντρικ, σαν να του φάνηκε διασκεδαστική η σκέψη ότι ο Λούις μπορεί να ήξερε κάτι,
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=