Στο σπίτι της

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 15 «Άλλωστε» πρόσθεσε ο Χέντρικ «μπορεί κάλλιστα να βρισκόταν καιρό τώρα στο χώμα. Μπορεί ο Λούις κάποτε να ’σπασε κατά λάθος ένα πιάτο, να πανικοβλήθηκε και να…». «Θα το καταλάβαινε η Μητέρα» δήλωσε η Ίζαμπελ. Ο Χέντρικ δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. «Ναι, εντάξει, πάντως δεν μπορούμε να ξέρουμε τι γινόταν στο σπίτι πριν μετακομίσουμε εμείς». «Τι εννοείς “πριν”;» «Πριν μετακομίσουμε. Μπορεί κάποιος άλλος να το ’σπασε το πιάτο. Πάντα ήταν πέντε μόνο, σωστά; Το έκτο τι απέγινε;» «Μα αυτά τα πιάτα… Χέντρικ, αυτά είναι τα πιάτα της Μητέρας». «Όχι, όχι. Το σπίτι είχε…» Ο Χέντρικ έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Είχε πιατικά. Καρέκλες». Έντεκα ετών ήταν η Ίζαμπελ όταν μετακόμισαν στα ανατολικά και ο Λούις –ο μεγαλύτερος– δεκατριών. Ο Χέντρικ δέκα, μικροκαμωμένος για την ηλικία του, ένα αδύνατο μελαγχολικό αγοράκι. Η Ίζαμπελ δεν περίμενε να θυμάται πολλά από τις πρώτες τους μέρες στο σπίτι. Συνήθως μιλούσαν για όσα προηγήθηκαν: για τα παιδικά τους χρόνια στο Άμστερνταμ, για τον Πατέρα προτού αρρωστήσει, για τη μυρωδιά της πόλης τον Δεκέμβριο, για ένα παιχνίδι, ένα τρενάκι που γυρνούσε γύρω γύρω. Μα ο Χέντρικ είχε δίκιο τελικά. Κι ήταν μια αλλόκοτη οπτική που εκείνη μέχρι τότε δεν είχε αναλογιστεί. Είχαν μετακομίσει σε ένα ολοκληρωμένο σπίτι, σε ένα γεμάτο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=