Στο σπίτι της

YAEL VAN DER WOUDEN 14 μένο πακετάκι από την τσάντα της. Το άνοιξε και του το έδειξε κρατώντας το ακόμα στην παλάμη της. «Ήταν θαμμένο στον κήπο. Στις ρίζες μιας νεροκολοκυθιάς». Ο Χέντρικ την περιεργάστηκε για λίγο σαστισμένος. Έπειτα, με ένα πετάρισμα των βλεφάρων, με μια ανάσα, πήρε το θραύσμα και το κοίταξε. Το γύρισε ανάποδα. «Είναι απ’ το σερβίτσιο της Μητέρας;» «Είναι… Δεν είναι;» «Μάλιστα» είπε εκείνος μαγκωμένα και της το έδωσε πίσω. Στην απέναντι μεριά του δρόμου ένα ζευγάρι περπατούσε μαλώνοντας. Η γυναίκα προσπαθούσε να κόψει την κουβέντα, ο άντρας συνέχιζε υψώνοντας κι άλλο τη φωνή. Η Ίζαμπελ συνέχισε κοφτά: «Μάλλον η Νίλκε θα…». «Ίζαμπελ». Ο Χέντρικ γύρισε και την κοίταξε με το τσιγάρο ακόμη στο χέρι. Ένα σύννεφο καπνού ανάμεσά τους. «Δεν θα μείνει ούτε μία υπηρέτρια σ’ όλη την περιφέρεια, αν συνεχίσεις να τις διώχνεις όλες επειδή σου μπαίνουν ιδέες…» «Ιδέες! Αφού μου έχουν κλέψει πράγματα. Μου έχουν…» «Μία φορά μόνο» τη διέκοψε εκείνος. «Μία φορά έγινε αυτό κι ήταν μικρή κοπέλα, Ίζα. Έλα τώρα. Κάποτε ήσουν κι εσύ μικρή». Εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα κι αυτός έσκυψε για να την κοιτάξει κατάματα. «Όπως κι εγώ» είπε με αστεία φωνή. Νέοι ήταν ακόμα. Εκείνη κόντευε τα τριάντα κι αυτός ήταν ακόμα πιο μικρός. Ο μικρότερος. Η Ίζαμπελ τύλιξε πάλι το κομματάκι στο χαρτί και το έβαλε πίσω στην τσάντα της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=