ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 13 φορές – μία σε κάθε μάγουλο κι άλλη μία, για καλό και για κακό. «Νωρίς ήρθες» του είπε. «Ωραίο καπέλο» της απάντησε. «Ναι» έκανε εκείνη αγγίζοντάς το. Πριν φύγει απ’ το σπίτι, την είχε απασχολήσει λιγάκι το θέμα του καπέλου. Ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτά που φορούσε συνήθως. Κι είχε μια καταπράσινη κορδέλα. «Πώς είσαι λοιπόν;» «Ε, τα γνωστά». Τίναξε το τσιγάρο του έξω απ’ το παράθυρο κι έγειρε πίσω. «Ο Σεμπάστιαν σκέφτεται να γυρίσει πίσω». Η Ίζαμπελ άγγιξε πάλι το καπέλο κι έπειτα τον αυχένα της. Στερέωσε καλύτερα ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά της. Πρόσφατα ο Χέντρικ σ’ ένα τηλεφώνημα της είχε εξηγήσει την κατάσταση: Η υγεία της μητέρας του Σεμπάστιαν είχε επιδεινωθεί κι ο Σεμπάστιαν ήθελε να τη δει. Και ήθελε να πάει κι ο Χέντρικ μαζί του. Η Ίζαμπελ δεν ήξερε τι να του πει πάνω σ’ αυτό κι έτσι δεν είπε τίποτα. Αγνόησε τα λεγόμενά του κι άρχισε να του μιλάει για την κατάσταση του κήπου της, για τη Νίλκε την υπηρέτρια, που μάλλον την έκλεβε, για τις απρόσμενες επισκέψεις του Γιόχαν, που της προκαλούσαν αμηχανία, και για κάποια πρόσφατα έξοδα του αυτοκινήτου της. Μετά από λίγο ο Χέντρικ έκλεισε το τηλέφωνο. «Μάλλον πρέπει να πάω μαζί του» συνέχισε χωρίς να την κοιτάζει. «Δεν μπορώ να τον αφήσω να πάει μόνος, δεν μπορώ…» «Κοίτα τι βρήκα» τον διέκοψε εκείνη κι έβγαλε το τυλιγ-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=