YAEL VAN DER WOUDEN 12 σει πια χρόνια από τον θάνατό της, μα τα πιάτα παρέμεναν ακόμη εκεί, κλεισμένα στο σκρίνιο, αχρησιμοποίητα. Στις σπάνιες επισκέψεις του αδερφού της, η Ίζαμπελ έστρωνε το τραπέζι με πιάτα καθημερινά και ο Χέντρικ όλο ήθελε να ανοίξει το σκρίνιο κι όλο της έλεγε: «Έλα τώρα, βρε Ίζα, τι νόημα έχουν τα καλά αντικείμενα, αν δεν μπορούμε να τα αγγίζουμε;». Και η Ίζαμπελ του απαντούσε: «Δεν είναι για να τα αγγίζεις. Είναι για να τα φυλάς». Καμία εξήγηση δεν έβρισκε γι’ αυτό το σπασμένο κομματάκι ούτε ήξερε από πού προήλθε ούτε πώς θάφτηκε εκεί. Ποτέ δεν χάθηκε κανένα πιάτο της Μητέρας. Το γνώριζε πολύ καλά αυτό η Ίζαμπελ, ωστόσο πήγε να ελέγξει. Βρήκε το σερβίτσιο ακριβώς όπως το είχε αφήσει: μια στοίβα πιάτα, μπολάκια, μια μικρή γαλατιέρα. Στο κέντρο κάθε πορσελάνης τρεις λαγοί να κυνηγούν ο ένας τον άλλο σε κύκλο. Την επόμενη μέρα, στο τρένο για τη Χάγη, πήρε μαζί της αυτό το κομματάκι τυλιγμένο σε καφετί χαρτί. Όταν έφτασε στο εστιατόριο, το αυτοκίνητο του Χέντρικ ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω κι εκείνος, στο τιμόνι, κάπνιζε με τα παράθυρα κλειστά. Έτριβε με τον αντίχειρα το μάτι του κι έμοιαζε σαν να μιλούσε μόνος του, μάλιστα σαν να διαφωνούσε κιόλας. Τα μαλλιά του είχαν παραμακρύνει και δεν της άρεσαν. Έσκυψε να του πει «Γεια» κι αυτός κοπάνησε, ξαφνιασμένος, τον αγκώνα του και είπε: «Χριστέ μου, Ίζα». Κάθισε δίπλα του στο αυτοκίνητο με την τσάντα της πάνω στα πόδια της. Εκείνος φύσηξε τον καπνό του μ’ έναν στεναγμό, έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε τρεις
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=