11 1 ΗΊζαμπελ βρήκε ένα πορσελάνινο θραύσμα στις ρίζες μιας μαραμένης νεροκολοκυθιάς. Η άνοιξη είχε φέρει ξαφνικό παγετό, μια βδομάδα χιονόνερο και τώρα –στο χείλος του καλοκαιριού– ο λαχανόκηπος μαράζωνε. Τα φασόλια, τα ραδίκια, τα κουνουπίδια… Όλα μαύριζαν και σάπιζαν. Η Ίζαμπελ με γάντια και καπέλο με κορδόνι ξερίζωνε γονατιστή τα ξερά λαχανικά. Το θραύσμα έσκισε το γάντι της, άνοιξε μια τρυπούλα. Πληγή δεν υπήρχε μήτε έτρεχε αίμα. Η Ίζαμπελ έβγαλε το γάντι και τέντωσε το δέρμα της παλάμης της για να δει αν είχε τρυπηθεί. Δεν είχε. Μόνο μια σουβλιά ένιωσε, που πέρασε αμέσως. Μόλις μπήκε στο σπίτι, έπλυνε το θραύσμα και το κράτησε στα βρεγμένα χέρια της. Γαλάζια λουλουδάκια γύρω γύρω και κάτι σαν ποδαράκι λαγού στην άκρη. Κάποτε ήταν πιάτο, ανήκε σε ένα σερβίτσιο, στο αγαπημένο της μητέρας της: στο καλό πορσελάνινο σερβίτσιο που φύλαγε για τις γιορτές, για τους καλεσμένους. Όταν ζούσε η Μητέρα, είχε τοποθετημένο το σερβίτσιο σε ένα σκρίνιο στην τραπεζαρία και δεν άφηνε κανέναν να το αγγίζει. Είχαν περά-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=