Στο σπίτι της

Yael van der Wouden ΜΕΤΆΦΡΆΣΗ: ΙΛΆΕΙΡΆ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΗ ΒΡΑΧΕΊΑ ΛΊΣΤΑ ΓΊΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΊΟ BOOKER 2024

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ

Πρώτη έκδοση Μάρτιος 2025 Τίτλος πρωτοτύπου Yael van der Wouden, The Safekeep, Avid Reader Press 2024 Προσαρμογή εξωφύλλου Ρεντουάν Αμζλάν Επιμέλεια – Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Αλεξάνδρα Δένδια © 2024, Yael van der Wouden © 2024, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-618-03-4313-7 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84313 Κ.Ε.Π. 5894, Κ.Π. 21478 Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 Ξένη λογοτεχνία

Yael van der Wouden ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ιλάειρα Διονυσοπούλου

Στον κ. Νέισταντ, όπως υποσχέθηκα

ΜΕΡΟΣ Ι Ολλανδία, 1961

11 1 ΗΊζαμπελ βρήκε ένα πορσελάνινο θραύσμα στις ρίζες μιας μαραμένης νεροκολοκυθιάς. Η άνοιξη είχε φέρει ξαφνικό παγετό, μια βδομάδα χιονόνερο και τώρα –στο χείλος του καλοκαιριού– ο λαχανόκηπος μαράζωνε. Τα φασόλια, τα ραδίκια, τα κουνουπίδια… Όλα μαύριζαν και σάπιζαν. Η Ίζαμπελ με γάντια και καπέλο με κορδόνι ξερίζωνε γονατιστή τα ξερά λαχανικά. Το θραύσμα έσκισε το γάντι της, άνοιξε μια τρυπούλα. Πληγή δεν υπήρχε μήτε έτρεχε αίμα. Η Ίζαμπελ έβγαλε το γάντι και τέντωσε το δέρμα της παλάμης της για να δει αν είχε τρυπηθεί. Δεν είχε. Μόνο μια σουβλιά ένιωσε, που πέρασε αμέσως. Μόλις μπήκε στο σπίτι, έπλυνε το θραύσμα και το κράτησε στα βρεγμένα χέρια της. Γαλάζια λουλουδάκια γύρω γύρω και κάτι σαν ποδαράκι λαγού στην άκρη. Κάποτε ήταν πιάτο, ανήκε σε ένα σερβίτσιο, στο αγαπημένο της μητέρας της: στο καλό πορσελάνινο σερβίτσιο που φύλαγε για τις γιορτές, για τους καλεσμένους. Όταν ζούσε η Μητέρα, είχε τοποθετημένο το σερβίτσιο σε ένα σκρίνιο στην τραπεζαρία και δεν άφηνε κανέναν να το αγγίζει. Είχαν περά-

YAEL VAN DER WOUDEN 12 σει πια χρόνια από τον θάνατό της, μα τα πιάτα παρέμεναν ακόμη εκεί, κλεισμένα στο σκρίνιο, αχρησιμοποίητα. Στις σπάνιες επισκέψεις του αδερφού της, η Ίζαμπελ έστρωνε το τραπέζι με πιάτα καθημερινά και ο Χέντρικ όλο ήθελε να ανοίξει το σκρίνιο κι όλο της έλεγε: «Έλα τώρα, βρε Ίζα, τι νόημα έχουν τα καλά αντικείμενα, αν δεν μπορούμε να τα αγγίζουμε;». Και η Ίζαμπελ του απαντούσε: «Δεν είναι για να τα αγγίζεις. Είναι για να τα φυλάς». Καμία εξήγηση δεν έβρισκε γι’ αυτό το σπασμένο κομματάκι ούτε ήξερε από πού προήλθε ούτε πώς θάφτηκε εκεί. Ποτέ δεν χάθηκε κανένα πιάτο της Μητέρας. Το γνώριζε πολύ καλά αυτό η Ίζαμπελ, ωστόσο πήγε να ελέγξει. Βρήκε το σερβίτσιο ακριβώς όπως το είχε αφήσει: μια στοίβα πιάτα, μπολάκια, μια μικρή γαλατιέρα. Στο κέντρο κάθε πορσελάνης τρεις λαγοί να κυνηγούν ο ένας τον άλλο σε κύκλο. Την επόμενη μέρα, στο τρένο για τη Χάγη, πήρε μαζί της αυτό το κομματάκι τυλιγμένο σε καφετί χαρτί. Όταν έφτασε στο εστιατόριο, το αυτοκίνητο του Χέντρικ ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω κι εκείνος, στο τιμόνι, κάπνιζε με τα παράθυρα κλειστά. Έτριβε με τον αντίχειρα το μάτι του κι έμοιαζε σαν να μιλούσε μόνος του, μάλιστα σαν να διαφωνούσε κιόλας. Τα μαλλιά του είχαν παραμακρύνει και δεν της άρεσαν. Έσκυψε να του πει «Γεια» κι αυτός κοπάνησε, ξαφνιασμένος, τον αγκώνα του και είπε: «Χριστέ μου, Ίζα». Κάθισε δίπλα του στο αυτοκίνητο με την τσάντα της πάνω στα πόδια της. Εκείνος φύσηξε τον καπνό του μ’ έναν στεναγμό, έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε τρεις

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 13 φορές – μία σε κάθε μάγουλο κι άλλη μία, για καλό και για κακό. «Νωρίς ήρθες» του είπε. «Ωραίο καπέλο» της απάντησε. «Ναι» έκανε εκείνη αγγίζοντάς το. Πριν φύγει απ’ το σπίτι, την είχε απασχολήσει λιγάκι το θέμα του καπέλου. Ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτά που φορούσε συνήθως. Κι είχε μια καταπράσινη κορδέλα. «Πώς είσαι λοιπόν;» «Ε, τα γνωστά». Τίναξε το τσιγάρο του έξω απ’ το παράθυρο κι έγειρε πίσω. «Ο Σεμπάστιαν σκέφτεται να γυρίσει πίσω». Η Ίζαμπελ άγγιξε πάλι το καπέλο κι έπειτα τον αυχένα της. Στερέωσε καλύτερα ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά της. Πρόσφατα ο Χέντρικ σ’ ένα τηλεφώνημα της είχε εξηγήσει την κατάσταση: Η υγεία της μητέρας του Σεμπάστιαν είχε επιδεινωθεί κι ο Σεμπάστιαν ήθελε να τη δει. Και ήθελε να πάει κι ο Χέντρικ μαζί του. Η Ίζαμπελ δεν ήξερε τι να του πει πάνω σ’ αυτό κι έτσι δεν είπε τίποτα. Αγνόησε τα λεγόμενά του κι άρχισε να του μιλάει για την κατάσταση του κήπου της, για τη Νίλκε την υπηρέτρια, που μάλλον την έκλεβε, για τις απρόσμενες επισκέψεις του Γιόχαν, που της προκαλούσαν αμηχανία, και για κάποια πρόσφατα έξοδα του αυτοκινήτου της. Μετά από λίγο ο Χέντρικ έκλεισε το τηλέφωνο. «Μάλλον πρέπει να πάω μαζί του» συνέχισε χωρίς να την κοιτάζει. «Δεν μπορώ να τον αφήσω να πάει μόνος, δεν μπορώ…» «Κοίτα τι βρήκα» τον διέκοψε εκείνη κι έβγαλε το τυλιγ-

YAEL VAN DER WOUDEN 14 μένο πακετάκι από την τσάντα της. Το άνοιξε και του το έδειξε κρατώντας το ακόμα στην παλάμη της. «Ήταν θαμμένο στον κήπο. Στις ρίζες μιας νεροκολοκυθιάς». Ο Χέντρικ την περιεργάστηκε για λίγο σαστισμένος. Έπειτα, με ένα πετάρισμα των βλεφάρων, με μια ανάσα, πήρε το θραύσμα και το κοίταξε. Το γύρισε ανάποδα. «Είναι απ’ το σερβίτσιο της Μητέρας;» «Είναι… Δεν είναι;» «Μάλιστα» είπε εκείνος μαγκωμένα και της το έδωσε πίσω. Στην απέναντι μεριά του δρόμου ένα ζευγάρι περπατούσε μαλώνοντας. Η γυναίκα προσπαθούσε να κόψει την κουβέντα, ο άντρας συνέχιζε υψώνοντας κι άλλο τη φωνή. Η Ίζαμπελ συνέχισε κοφτά: «Μάλλον η Νίλκε θα…». «Ίζαμπελ». Ο Χέντρικ γύρισε και την κοίταξε με το τσιγάρο ακόμη στο χέρι. Ένα σύννεφο καπνού ανάμεσά τους. «Δεν θα μείνει ούτε μία υπηρέτρια σ’ όλη την περιφέρεια, αν συνεχίσεις να τις διώχνεις όλες επειδή σου μπαίνουν ιδέες…» «Ιδέες! Αφού μου έχουν κλέψει πράγματα. Μου έχουν…» «Μία φορά μόνο» τη διέκοψε εκείνος. «Μία φορά έγινε αυτό κι ήταν μικρή κοπέλα, Ίζα. Έλα τώρα. Κάποτε ήσουν κι εσύ μικρή». Εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα κι αυτός έσκυψε για να την κοιτάξει κατάματα. «Όπως κι εγώ» είπε με αστεία φωνή. Νέοι ήταν ακόμα. Εκείνη κόντευε τα τριάντα κι αυτός ήταν ακόμα πιο μικρός. Ο μικρότερος. Η Ίζαμπελ τύλιξε πάλι το κομματάκι στο χαρτί και το έβαλε πίσω στην τσάντα της.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 15 «Άλλωστε» πρόσθεσε ο Χέντρικ «μπορεί κάλλιστα να βρισκόταν καιρό τώρα στο χώμα. Μπορεί ο Λούις κάποτε να ’σπασε κατά λάθος ένα πιάτο, να πανικοβλήθηκε και να…». «Θα το καταλάβαινε η Μητέρα» δήλωσε η Ίζαμπελ. Ο Χέντρικ δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. «Ναι, εντάξει, πάντως δεν μπορούμε να ξέρουμε τι γινόταν στο σπίτι πριν μετακομίσουμε εμείς». «Τι εννοείς “πριν”;» «Πριν μετακομίσουμε. Μπορεί κάποιος άλλος να το ’σπασε το πιάτο. Πάντα ήταν πέντε μόνο, σωστά; Το έκτο τι απέγινε;» «Μα αυτά τα πιάτα… Χέντρικ, αυτά είναι τα πιάτα της Μητέρας». «Όχι, όχι. Το σπίτι είχε…» Ο Χέντρικ έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Είχε πιατικά. Καρέκλες». Έντεκα ετών ήταν η Ίζαμπελ όταν μετακόμισαν στα ανατολικά και ο Λούις –ο μεγαλύτερος– δεκατριών. Ο Χέντρικ δέκα, μικροκαμωμένος για την ηλικία του, ένα αδύνατο μελαγχολικό αγοράκι. Η Ίζαμπελ δεν περίμενε να θυμάται πολλά από τις πρώτες τους μέρες στο σπίτι. Συνήθως μιλούσαν για όσα προηγήθηκαν: για τα παιδικά τους χρόνια στο Άμστερνταμ, για τον Πατέρα προτού αρρωστήσει, για τη μυρωδιά της πόλης τον Δεκέμβριο, για ένα παιχνίδι, ένα τρενάκι που γυρνούσε γύρω γύρω. Μα ο Χέντρικ είχε δίκιο τελικά. Κι ήταν μια αλλόκοτη οπτική που εκείνη μέχρι τότε δεν είχε αναλογιστεί. Είχαν μετακομίσει σε ένα ολοκληρωμένο σπίτι, σε ένα γεμάτο

YAEL VAN DER WOUDEN 16 σπίτι. Σχεδόν όλα βρίσκονταν στις θέσεις τους: τα σεντόνια, οι γλάστρες, τα βάζα στα περβάζια. «Μα το σερβίτσιο ήταν της Μητέρας…» επέμεινε η Ίζαμπελ. Η μητέρα τους λάτρευε τους λαγούς. Το σπίτι ήταν γεμάτο λαγούς: μινιατούρες λαγών στα περβάζια, λαγοί στα πλακάκια του τζακιού. «Κάποτε είχαμε…» άρχισε να λέει ο Χέντρικ. «Αχ, ναι! Θυμάσαι στο Άμστερνταμ που είχαμε κάτι πιάτα με υάκινθους; Μπα, όχι, αυτά ήταν εκείνης της γυναίκας που είχε παντρευτεί τότε ο Θείος Κάρελ. Εκείνη δεν μας ετοίμασε το σπίτι;» «Ποτέ δεν παντρεύτηκε ο Θείος Κάρελ» είπε η Ίζαμπελ. «Κι όμως παντρεύτηκε, για πολύ λίγο. Μια ψηλή. Μ’ ένα σημάδι στο μάγουλο. Που χαιρετούσε τραγουδιστά». «Όχι». «Έμενε μαζί μας για λίγο, πριν έρθει η Μητέρα. Στ’ αλήθεια δεν το θυμάσαι;» Δεν θυμόταν καμία τέτοια γυναίκα. Ούτε θυμόταν τη μέρα που έφτασαν στο σπίτι ούτε κανέναν να τους δείχνει τα κατατόπια, να τους λέει πού να πάνε, πού να κοιμηθούν ή γιατί τα κρεβάτια ήταν ήδη στρωμένα, ήδη… «Τέλος πάντων, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου» της είπε ο Χέντρικ. «Και… Ίζα… Σταμάτα να το κάνεις αυτό». Η Ίζαμπελ τσιμπούσε το δέρμα του χεριού της. Σταμάτησε. Ξερόβηξε, άγγιξε το καπέλο της για τρίτη φορά. «Ίσως να ξέρει κάτι ο Λούις». «Μάλιστα» μουρμούρισε ο Χέντρικ, σαν να του φάνηκε διασκεδαστική η σκέψη ότι ο Λούις μπορεί να ήξερε κάτι,

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 17 οτιδήποτε. «Σ’ το είπε ότι θα φέρει μια κοπέλα μαζί του;» τη ρώτησε. Ο Λούις έφερνε συχνά κοπέλες μαζί του όποτε κανόνιζαν να δειπνήσουν μαζί. Η τελευταία φορά που έφαγαν μόνο οι τρεις τους προέκυψε εντελώς τυχαία, επειδή η κοπέλα του Λούις τον έστησε. Καλά ξεκουμπίδια, είχε πει τότε μέσα της η Ίζαμπελ κι έπειτα διαπίστωσε ότι ο Λούις –χωρίς τη συνοδεία μιας ξένης– είχε ελάχιστα να πει στα αδέρφια του. Η βραδιά αποδείχτηκε ατελείωτη και επιτηδευμένη. Ο Χέντρικ μέθυσε πολύ, αρχικά ζωήρεψε κι ύστερα ησύχασε. Χρειάστηκε να τον γυρίσουν σπίτι. Ο Χέντρικ στριφογύριζε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του Λούις και ξέρασε στο πεζοδρόμιο ακριβώς έξω απ’ το σπίτι του. Ο Σεμπάστιαν είχε σκύψει έξω από το παράθυρο με τις πιτζάμες και τους φώναξε: «Χριστέ μου, τι του κάνατε;». «Εγώ έκανα κράτηση για τρεις» είπε στον Χέντρικ. Για μία ακόμα φορά, ως συνήθως, ο Λούις δεν της είχε πει ότι θα έφερνε κοπέλα μαζί του. Δεν την είχε ειδοποιήσει. Ποτέ δεν την ειδοποιούσε. «Το ξέρω». «Μεγάλη αγένεια». «Μμμ» συμφώνησε ο Χέντρικ. «Θα φέρει την ίδια με την προηγούμενη φορά; Δεν τη συμπάθησα καθόλου. Είχε πολύ χοντρό λαιμό». Ο Χέντρικ γέλασε. Η Ίζα δεν το είπε γι’ αστείο. «Όχι. Καινούργια θα φέρει» απάντησε κι εκείνη άφησε να της ξεφύγει ένα «Τς τς τς». Ο αδερφός της χαμογέλασε με χεί-

YAEL VAN DER WOUDEN 18 λη κλειστά. «Είναι ο έρωτας της ζωής του αυτή τη φορά, έτσι μου είπε». «Αλήθεια;» «Αλήθεια». Το τσιγάρο τέλειωσε. Κόσμος μπαινόβγαινε στο εστιατόριο ακολουθώντας έναν κοστουμαρισμένο σερβιτόρο. «Πάμε;» πρότεινε ο Χέντρικ. «Ο Λούις δεν έχει φτάσει ακόμα». «Το ξέρω». Ο Χέντρικ ανέβασε το παράθυρο. «Ας πάμε όμως». Και πήγαν. Πέρασε άλλη μισή ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο Λούις. Σ’ αυτό το διάστημα ο Χέντρικ κάπνισε άλλα τρία τσιγάρα, ήπιε δύο μπίρες, φλυαρούσε βαριεστημένα κι έπειτα άρχισε πάλι να συζητάει για το αν θα έπρεπε ή όχι να πάει στο Παρίσι μαζί με τον Σεμπάστιαν, που ήθελε να δει την άρρωστη μητέρα του – ένα ταξίδι με απροσδιόριστη διάρκεια. Οι γιατροί ήταν επιφυλακτικοί. Μιλούσε και την κοιτούσε σαν να ήξερε ότι εκείνη δεν είχε καμία διάθεση να τον ακούσει, ωστόσο ήθελε να του πει ή να πάει ή να μην πάει, να του δώσει κατά κάποιον τρόπο την ευλογία της για κάτι. Όμως η Ίζαμπελ δεν μπορούσε. «Να κάνεις αυτό που θέλεις». Είχε στα χέρια της ένα ποτήρι νερό. Και ήπιε λίγο. «Εσύ θα είσαι εντάξει;» τη ρώτησε ο Χέντρικ. «Αν λείψω για λίγο;» «Έτσι νομίζεις ότι ζω τη ζωή μου; Περιμένοντας με κομμένη την ανάσα την επόμενη επίσκεψή σου;» « Ίζαμπελ». «Και τώρα λείπεις. Δεν μένεις στο σπίτι. Θα μπορούσες κάλλιστα να βρίσκεσαι στο Παρίσι. Κάλλιστα…» Η Ίζαμπελ

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 19 ήθελε να πει κι άλλα, μα συγκρατήθηκε. Δεν είχε πάει ποτέ στο Παρίσι. Ήξερε πως ήταν μακριά. Ήξερε πως, όταν είχε αρρωστήσει η δική τους μητέρα, το μόνο που είχε να κάνει ο Χέντρικ ήταν να παίρνει ένα μόνο τρένο και να έρχεται στο σπίτι, μα το έκανε σπάνια. Ο Χέντρικ τής έπιασε το μπράτσο. «Άσ’ το καλύτερα» της είπε. Και μετά, σε έναν νέο, πρόσχαρο τόνο, πρόσθεσε: «Άσ’ το καλύτερα αυτό τώρα και πες μου κανένα νέο σου, κάτι συναρπαστικό. Πες μου τι κάνει ο δικός σου, Ίζα. Για πες μου». Εκείνη σάστισε. «Ο ποιος;» «Έλα τώρα, αφού ξέρεις… Ο γείτονας, ο Γιόχαν». Η Ίζαμπελ κυριεύτηκε από ένα άσχημο συναίσθημα, σαν να την είχαν τσακώσει να κάνει κάτι ντροπιαστικό: να είναι προκλητικά ντυμένη ή να διακόπτει μια συζήτηση. Αγνόησε το κάψιμο που φούντωνε στον λαιμό της και απάντησε λέγοντας: «Δικός μου; Μα ο Γιόχαν δεν είναι…». Το βλέμμα του Χέντρικ πλανήθηκε αλλού, επικεντρώθηκε στην είσοδο: Είχε φτάσει ο Λούις. Μιλούσε αυστηρά στον μετρ σκύβοντας πάνω από το γραφείο του, χειρονομώντας για να δώσει έμφαση στην άποψή του. Η καινούργια κοπέλα του στεκόταν στο πλευρό του, αμήχανη και νευρική, μ’ ένα τρεμάμενο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη. Είχε κοντά μαλλιά, οξυζεναρισμένα, και φορούσε ένα κακοραμμένο φόρεμα με υπερβολικά στενό μπούστο και προχειροφτιαγμένο στρίφωμα. Το πρόσωπό της ήταν πολύ ροδαλό. Ήταν όμορφη – το είδος της ομορφιάς που οι άντρες θεωρούν απαραίτητη σε μια γυναίκα.

YAEL VAN DER WOUDEN 20 «Θεούλη μου» είπε η Ίζαμπελ και ο Χέντρικ ρουθούνισε. Τότε ο Λούις σήκωσε το βλέμμα και έγνεψε δείχνοντάς τους στον υπεύθυνο του καταστήματος. Ο Χέντρικ χαιρέτησε καλοσυνάτα. Το ζευγάρι πλησίασε με μια τέταρτη καρέκλα στο κατόπι και το πρώτο πράγμα που είπε ο Λούις ήταν: «Μου έλεγαν ότι δεν έχουν αρκετές καρέκλες. Απίστευτο…». «Έκανα κράτηση για τρεις» απάντησε η Ίζαμπελ. Ο Λούις κάθισε ξεφυσώντας, ισιώνοντας το σακάκι του, και η κοπέλα του κοντοστάθηκε αμήχανα, θαρρείς έκανε έναν αδέξιο χορό με τον σερβιτόρο που έφερνε την πρόσθετη καρέκλα. Εκείνος προσπαθούσε να τη βάλει ακριβώς πίσω της για να καθίσει, μα η κοπέλα δεν το κατάλαβε και την αναζητούσε με άγαρμπες κινήσεις. «Εστιατόριο είναι» συνέχισε ο Λούις. «Οφείλουν να έχουν επιπλέον καρέκλες». «Γεια σου, Λούις, καλώς όρισες» του είπε ο Χέντρικ. Όλοι στο τραπέζι σώπασαν για μια στιγμή. Έπειτα ο Λούις απάντησε μ’ έναν ήχο, έναν κοφτό ήχο δυσανασχέτησης, κι αμέσως σηκώθηκε από την καρέκλα του. Έσκυψε και φίλησε την Ίζαμπελ, έσφιξε το χέρι του Χέντρικ. Μύριζε έντονα κολόνια. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω. Η γραβάτα του σφιχτά δεμένη στο μήλο του Αδάμ. «Γεια σας» είπε τελικά. «Από δω η Εύα». Η κοπέλα σηκώθηκε για να τους σφίξει το χέρι. Κατά λάθος έσπρωξε με το στήθος της το ανθοδοχείο, έκανε ένα «Ωχ, όχι» βάζοντάς το στη θέση του και, καθώς πήγε να ξανακαθίσει, παραλίγο να πάρει μαζί της και το τραπεζομάντιλο. Πιάτα και μαχαιροπίρουνα τραντάχτηκαν για τα καλά.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 21 «Χαίρω πολύ» είπε ο Χέντρικ. «Αχ, χαίρομαι τόσο πολύ που σας γνωρίζω και τους δυο. Έχω ακούσει τόσο πολλά κι έλεγα στον Λούις ότι θέλω πολύ να σας γνωρίσω. Καλά δεν λέω, Λούις; Δεν σου έλεγα πόσο πολύ…» «Ναι, μου το έλεγε» συμφώνησε ο Λούις ενώ περιεργαζόταν τον κατάλογο. «Πόσο καιρό λοιπόν εσείς οι δύο…» άρχισε να λέει ο Χέντρικ και η Εύα έσπευσε να τον διακόψει λέγοντας: «Α, λίγο, μα νιώθουμε σαν να ’ναι πολύς. Καλά δεν λέω, Λούις; Εγώ συνέχεια το λέω, στ’ αλήθεια συνέχεια, ότι, ενώ έχουν περάσει μόνο λίγοι μήνες, είναι σαν να γνωριζόμασταν σε μια άλλη ζωή, γιατί είμαι τόσο σίγουρη ότι εμείς οι δυο…». «Να παραγγείλουμε;» τη διέκοψε η Ίζαμπελ κάνοντας νόημα σε έναν διερχόμενο σερβιτόρο. Ήδη ο Λούις τούς είχε στήσει. Κι εκείνη δεν συνήθιζε να τρώει τόσο αργά το βράδυ, πεινούσε κι άρχιζε να εκνευρίζεται για τα καλά. Η Εύα, αφήνοντας την κουβέντα της στη μέση, κράτησε το χαμόγελό της ανέπαφο. Κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Ό,τι θέλετε» είπε χωρίς να επιδιώξει να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Όταν ήρθε η σειρά της να παραγγείλει, σάστισε, είπε ότι οι μισές λέξεις στο μενού τής ήταν άγνωστες, έγειρε προς το μέρος του Λούις και του είπε: «Αχ, παράγγειλε εσύ, αγάπη μου. Άλλωστε είσαι πάντα τόσο καλός σε κάτι τέτοια». Παρήγγειλαν χτένια. Μόλις ήρθε το φαγητό, η Εύα ρώτησε τι ήταν τα χτένια και, πάνω που ο Λούις ετοιμαζόταν

YAEL VAN DER WOUDEN 22 να απαντήσει, επενέβη ο Χέντρικ και της είπε: «Α, μάντεψε!». Η Εύα σαν να μπερδεύτηκε, μα τελικά επιχείρησε να μαντέψει και είπε σιγανά πως μάλλον ήταν ένα είδος πατάτας. Κανείς δεν μίλησε για λίγο κι έπειτα ο Χέντρικ πετάχτηκε λες και τον κλότσησε κάποιος κάτω από το τραπέζι. Στηρίχτηκε στους αγκώνες του και ρώτησε την Εύα τι ακριβώς έκανε –αν σπούδαζε ή αν δούλευε ή αν απλώς άραζε περιχαρής όλη μέρα– και η Εύα, που κατακοκκίνισε πάλι, του απάντησε με την ησυχία της, αφού πρώτα άφησε τα μαχαιροπίρουνά της, σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα και άδειασε το ποτήρι της. Το δεύτερο ποτήρι, όπως παρατήρησε η Ίζαμπελ, ή ίσως το τρίτο. «Να…» είπε η Εύα. «Να… Εγώ…» Κι έπειτα ψέλλισε: «Αχ, γιατί πρέπει να μιλάμε για δουλειές; Είναι τόσο βαρετό!». Η Ίζαμπελ κοίταξε πέρα, έξω απ’ το παράθυρο. Κι είδε μονάχα τον αντικατοπτρισμό του εστιατορίου, βουβές σκιές ζωγραφισμένες στο τζάμι. «Δεν φαίνεσαι άνθρωπος που τον παίρνει να βαριέται τη δουλειά» σχολίασε. « Ίζαμπελ». Ο Λούις είπε το όνομά της μία φορά, σαν μαχαιριά. Η Ίζαμπελ τον κοίταξε κατάματα, μα δεν απολογήθηκε. «Η Εύα είναι ταπεινός άνθρωπος» είπε ο Λούις. «Έτσι δεν είναι;» Δεν περίμενε να απαντήσει η Εύα, απάντησε εκείνος στη θέση της. «Η Εύα ήταν δακτυλογράφος στον Βαν Ντόνγκεν. Σταμάτησε πρόσφατα, όταν… ε… μια… ε…»

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 23 «Μια θεία» συμπλήρωσε η Εύα. «Μια θεία, ναι, της άφησε κάποια χρήματα…» «Ναι» είπε ξέπνοα η Εύα. «Αυτό το έξυπνο κορίτσι λοιπόν είναι και αύταρκες, Ίζαμπελ. Και δεν με ενδιαφέρει τι υπονοείς». Η Ίζαμπελ βυθίστηκε στη σιωπή. Η συζήτηση συνεχιζόταν, σταματούσε και ξανάρχιζε δειλά δειλά. Ο Χέντρικ καλλιεργούσε την ένταση με πειράγματα που αναστάτωναν την Εύα. Ο Λούις προφανώς το πρόσεχε κι έπειτα το παρέβλεπε. Με κάθε ενόχληση στρεφόταν στην Εύα με γλυκανάλατο βλέμμα και χλιαρό χαμόγελο. Η Ίζαμπελ θεωρούσε πως αυτή η έκφραση τον έκανε να φαίνεται σαν χαζός. Χρόνια πριν ο Λούις είχε φέρει μια κοπέλα στην κηδεία της μητέρας τους. Κι αυτή η κοπέλα ήταν σε όλες τις φωτογραφίες, μα κανείς δεν θυμόταν πια το όνομά της. Ούτε καν ο Λούις εκείνη τη μία φορά που τον είχε ρωτήσει η Ίζαμπελ. Τότε που έφτιαχνε ένα άλμπουμ. Καθώς έφευγαν από το εστιατόριο, η Ίζαμπελ θέλησε να πάει στο μπάνιο. Δεν είχε πιει πολύ κρασί –ανέκαθεν τη βάραινε, την έκανε να συμπεριφέρεται σκληρά–, μα και το λίγο που ήπιε μέσα στη βραδινή υγρασία την έκανε να νιώθει σαν να είχε πυρετό. Έβρεξε μια χαρτοπετσέτα και την πίεσε στον λαιμό της. Και τότε μπήκε μέσα η Εύα. Η Ίζαμπελ πέταξε αμέσως την πετσέτα. Η Εύα δεν μπήκε σε κάποια από τις τουαλέτες, μόνο έγειρε στον νιπτήρα κάπως άγαρμπα. Ήταν πιο μεθυσμένη απ’ ό,τι η Ίζαμπελ. Το στραβοραμμένο στρίφωμα του φουστανιού της φαινόταν πιο έντονα τώρα. Το δυνατό

YAEL VAN DER WOUDEN 24 φως έλαμπε πάνω στην κιτρινωπή γυαλάδα των μαλλιών της. Η Ίζαμπελ ένιωθε σαν να μύριζε το οξυζενέ. «Ωραία ήταν απόψε» είπε η Εύα. «Μμμ» έκανε η Ίζαμπελ πλένοντας τα χέρια της. «Ειλικρινά ήθελα πολύ να σας γνωρίσω. Κυρίως εσένα. Μου έχει πει τόσο πολλά ο Λούις. Μένεις στο πατρικό σας, σωστά; Εκεί που μεγαλώσατε οι τρεις σας…» «Δεν σε κάλεσα εγώ εδώ απόψε». Η Εύα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μια στάλα ιδρώτα κυλούσε στον γιακά της. Η Ίζαμπελ εκνευριζόταν και μόνο που την κοιτούσε. Εκνευριζόταν με το στενό φουστάνι της, με τις σκούρες ρίζες των μαλλιών της, με τα βαμμένα φρύδια της. Πόσο ταπεινωτικό, είπε μέσα της, να φαίνεται τόσο ξεκάθαρα η υποκρισία. Και τότε η Εύα γέλασε. Με ένα κοφτό, άχρωμο γέλιο. «Μάλιστα» είπε. «Τα λες έξω απ’ τα δόντια πάντως!» Η Ίζαμπελ σκούπισε τα χέρια της. «Δεν θέλω να φανώ αγενής» είπε, αλλά ήταν ψέμα. «Μα πολύ σύντομα θα πάρεις πόδι». Και, για να γίνει ξεκάθαρη, πρόσθεσε: «Θα σε βαρεθεί και δεν θα ξανακούσω ποτέ τίποτα για σένα». Τα λόγια της δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Α» έκανε η Εύα κι έγειρε στο πλάι το κεφάλι της. «Αυτό θα το δούμε». Η φωνή της ήχησε αλλιώτικη, όχι όπως πριν, όταν γελούσε αμήχανα με κάθε κουβέντα, όταν ζήτησε συγγνώμη –«Αχ, συγγνώμη. Τι χαζή που είμαι! Συγγνώμη»– επειδή έριξε ένα ποτήρι ή επειδή χτύπησε δυνατά το μαχαίρι στο πιάτο της. Η Ίζαμπελ την κοίταξε και διέκρινε κάτι στην έκφρασή

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 25 της – κάτι σαν αστραπή, μα χάθηκε τόσο γρήγορα, που σκέφτηκε πως ίσως και να το φαντάστηκε. Ίσως να μην το είδε καν. Η Ίζαμπελ έκανε να φύγει. Η Εύα δεν κουνήθηκε καθόλου, την κοιτούσε να φεύγει με βλέμμα σταθερό. Επίμονο. Έξω στον δρόμο είχε ζέστη και υγρασία μαζί, σαν να ψιχάλιζε. Η μυρωδιά της θάλασσας, του αλατιού, πλημμύριζε τους δρόμους. «Πού είναι η Εύα;» ρώτησε ο Λούις. Και η Ίζαμπελ απάντησε: «Νταντά της είμαι;». Ο Χέντρικ την πήρε αγκαζέ κι εκείνη τον έσφιξε. «Ήσασταν απαίσιοι απόψε. Ήσασταν απαίσιοι μαζί της» είπε ο Λούις. «Πφφφ» έκανε ο Χέντρικ. Ο Λούις τον πλησίασε προσπαθώντας να μην υψώσει τον τόνο της φωνής του. «Τι πρέπει να γίνει, ώστε εσείς οι δυο να…» Μα τότε εμφανίστηκε η Εύα. Ίσιωνε το καπέλο της. Το κατακόκκινο καπέλο της. Είχε διορθώσει το κραγιόν της. Τώρα φαινόταν ξεκάθαρα πόσο κοντή ήταν μπροστά τους – ψηλοί και οι τρεις και λεπτοί. «Έχασα τίποτα;» ρώτησε με τη γνωστή φωνή πάλι, αλλά πιο τσιριχτή τώρα, τραγουδιστή. Μάλλον νόμιζε πως την έκανε πιο γλυκιά. Αλλά όχι, σκέφτηκε η Ίζαμπελ. Κάθε άλλο. Ο Λούις μαλάκωσε βλέποντάς την και στράφηκε προς το μέρος της. «Τίποτα» είπε. «Τι να χάσεις; Τι θα μπορούσε να συμβεί χωρίς εσένα;» Πολύ της άρεσαν τα λόγια του. Κοκκίνισε, έγειρε πάνω του κι έσπευσε να τονίσει ότι δεν γινόταν να τελειώσει έτσι

YAEL VAN DER WOUDEN 26 η βραδιά – με τίποτα! «Ελάτε απ’ το σπίτι για ποτό. Αχ, σας παρακαλώ, ελάτε!» «Στο σπίτι του Λούις;» ρώτησε ο Χέντρικ. Ο Λούις έμενε σ’ ένα μικρό δωματιάκι σ’ ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου κοντά στη δουλειά του. Το σπίτι ήταν παλιό και κακοδιατηρημένο, με μούχλα στην ντουζιέρα, και το μοιραζόταν μ’ έναν περίεργο ανθρωπάκο με πυκνά φρύδια και γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Όμως το ενοίκιο το κάλυπτε η εταιρεία του και ο Λούις ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. Η Ίζαμπελ περνούσε από εκεί μόνο για να τον πάρει ή για να τον αφήσει. «Αχ, ναι, είχε τα χάλια του. Όμως τον βοήθησα να το αναμορφώσει, σωστά, αγάπη μου; Και τώρα είναι πολύ όμορφο. Αχ, ελάτε, για να το δείτε έστω». «Βοήθησες τον Λούις να το αναμορφώσει» είπε ειρωνικά ο Χέντρικ. Η Εύα δεν φάνηκε να προσέχει την ειρωνεία του και το επιβεβαίωσε πρόσχαρα. Η Ίζαμπελ δεν ήθελε να πάει. Είχε ήδη κρατήσει αρκετά η βραδιά. Πρόβαλε κάμποσες δικαιολογίες, για τα δρομολόγια των τρένων και για τη νύχτα που έπεφτε, όμως ο Χέντρικ έσκυψε προς το μέρος της και της ψιθύρισε σκωπτικά: «Μα έλα τώρα, δεν θέλεις να δεις την αναμόρφωσή της;». Κι έτσι αποφασίστηκε να πάνε. Για ένα μόνο ποτό, ένα. «Ναι, φυσικά, μόνο ένα» δήλωσε ο Χέντρικ. Δεν περπάτησαν πολύ. Έμενε κοντά ο Λούις. Δεν υπήρχε λόγος να έρθουν καθυστερημένοι στο εστιατόριο αυτός και η κοπέλα του. Απλώς δεν έφυγαν εγκαίρως από το σπίτι. Και γιατί να μη φύγουν εγκαίρως; Η απάντηση ήρθε

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 27 αυτόματα στην Ίζαμπελ, μια απότομη, δυσάρεστη απάντηση – μια φευγαλέα εικόνα, ένα κρεβάτι. Όσα κάνουν οι άνθρωποι σε ένα δωμάτιο, μακριά απ’ όλους. Έδιωξε την εικόνα από το μυαλό της στρέφοντας το βλέμμα στη θάλασσα. Ο ήλιος που έδυε έμοιαζε με μακρινή δέσμη φωτός πίσω από ένα γκρίζο πέπλο. Η θάλασσα, ορμητική, ξεχυνόταν στην ακτή κι αποτραβιόταν, ξανά και ξανά. Και τότε η Εύα κοντοστάθηκε, συντόνισε το βήμα της με της Ίζαμπελ και της είπε κάπως συνωμοτικά ότι ήθελε να μείνει για λίγο μακριά απ’ «τα αγόρια». Η Ίζαμπελ τη λοξοκοίταξε. Μπήκαν στον δρόμο όπου έμενε ο Λούις. Ο αέρας κόπαζε εκεί. Ψηλότερα κτίρια, μικρές αυλές. Η Εύα άρχισε να φλυαρεί σαν να ξεχάστηκαν ολότελα τα λόγια της Ίζαμπελ νωρίτερα στο εστιατόριο. Δεν έλεγε τίποτα σπουδαίο, απλώς σχολίαζε τις αυλές, εκθέτοντας τις απόψεις της σαν ερωτήσεις: Ωραία δεν άνθιζαν οι μπιγκόνιες; Πολύ δεν θα ’θελε έναν δικό της κήπο; Φάνηκε σαν να απηύθυνε την ερώτηση στην Ίζαμπελ, όμως όχι, γιατί έσπευσε να πει, κοφτά κι αφηρημένα, μ’ έναν αναστεναγμό: «Μα θα τα πήγαινα χάλια, έτσι δεν είναι; Θα τα πήγαινα χάλια με τον κήπο μου. Ό,τι κι αν φύτευα, θα το ξέραινα, είμαι σίγουρη». «Τότε φρόντισε να μην αποκτήσεις κήπο» απάντησε η Ίζαμπελ. Τα χείλη της Εύας σχημάτισαν μια ολόισια γραμμή. Όταν ανέβηκαν επάνω και μπήκαν στο δωμάτιο του Λούις, ο Χέντρικ έσφιξε δυνατά το μπράτσο της Ίζαμπελ, σαν να της έστελνε ένα μήνυμα. Κι είπε μονάχα με μια βραχνάδα στη φωνή: «Ω, τι όμορφο!». Κακόγουστο ήταν. Η Εύα είχε κρεμάσει απ’ το ταβάνι

YAEL VAN DER WOUDEN 28 κάτι κόκκινα αραχνοΰφαντα υφάσματα που έπεφταν γύρω από το κρεβάτι σαν ουρανός και κατέληγαν πάνω σε άλλα έπιπλα: στην εταζέρα, σε μια καρέκλα. Χαλιά σκέπαζαν το πάτωμα, σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο. Στον τοίχο είχε βάλει διάφορους άχαρους πίνακες με αφηρημένα πρόσωπα. «Ωραίοι δεν είναι;» ρώτησε. «Τους ζωγράφισε ένας φίλος μου. Κρυφή μεγαλοφυΐα, δεν συμφωνείτε;» «Ω» έκανε ο Χέντρικ γνέφοντας με ενθουσιασμό και σφίγγοντας ακόμα πιο δυνατά το μπράτσο της Ίζαμπελ. «Ω, ναι, βεβαίως. Βεβαίως». Δεν υπήρχε χώρος να καθίσεις. Ο Λούις πρόλαβε την πολυθρόνα. Ο Χέντρικ και η Ίζαμπελ κάθισαν στην άκρη του κρεβατιού. Η Εύα έφερε ένα σκαμνάκι απ’ την κουζίνα και ποτά σερβιρισμένα σε ασορτί ποτήρια. Βυθίστηκαν όλοι σε μια τεταμένη σιωπή. Το έντονο κοκκίνισμα επανήλθε στα μάγουλα της Εύας. Ο Λούις ξεφύλλιζε ένα βιβλίο που είχε αφήσει στο πάτωμα, δίπλα στην πολυθρόνα. Και τότε η Εύα είπε «Μουσική» κι έσπευσε να βάλει έναν δίσκο. Ήταν πολύ δυνατά στην αρχή κι έτσι πήγε να χαμηλώσει την ένταση. Αφού το τακτοποίησε, ξεκίνησε να λέει: «Ο Λούις λοιπόν μου έχει πει ότι οι τρεις σας μεγαλώσατε στο…». «Εδώ μένετε;» τη διέκοψε ο Χέντρικ κοιτώντας τριγύρω. «Σ’ αυτό το δωμάτιο; Εσύ κι ο Λούις;» «Α, εγώ…» άρχισε να λέει η Εύα, μα επενέβη ο Λούις. «Ψάχνουμε διαμέρισμα» είπε. Και ο Χέντρικ ρώτησε: «Μαζί;». Και ο Λούις απάντησε: «Μαζί. Γιατί; Ποιος είσαι εσύ για να…».

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 29 Ο Χέντρικ αγρίεψε. «Ποιος είμαι εγώ; Σοβαρά τώρα;» «Μη φωνάζετε» επενέβη η Ίζαμπελ κοιτάζοντας τον τοίχο και ο Λούις ξεφύσηξε και της είπε: «Μην ανησυχείς, Ίζα, λείπει ο Μάουρις, δεν θα εκτεθείς, τη γλίτωσες». Η Ίζαμπελ, που αφενός δεν ήθελε να δώσει απάντηση στα λόγια του, μα αφετέρου ήθελε να αντιδράσει, είπε: «Δεν μ’ αρέσει αυτός ο τύπος». Και τότε η Εύα μπήκε στην κουβέντα μ’ ένα «Μπα, αλήθεια;». Όλοι την κοίταξαν και η Ίζαμπελ είπε: «Ναι». «Α! Γιατί;» «Έτσι». Σπανίως μιλούσε κανείς στην Ίζαμπελ για να της ζητήσει εξηγήσεις για τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές της. Σπανίως της μιλούσε κανείς γενικότερα στις διαδρομές της από το σπίτι στα μαγαζιά ή στις εβδομαδιαίες συναντήσεις της με τον Χέντρικ. Άλλωστε υπήρχε και κανείς για να της μιλήσει; «Συμπεριφέρεται… ύποπτα» δήλωσε. Θαρρείς άστραψαν τα μάτια της Εύας. Να την πάλι αυτή η λάμψη. Και σαν να ίσιωσε κάπως το κορμί της, αμυδρά. «Δηλαδή τι κάνει;» ρώτησε. «Παραμονεύει». Μια φορά που η Ίζαμπελ περίμενε τον Λούις στον διάδρομο ο Μάουρις έμεινε όλη την ώρα μαζί της – το βλέμμα του κενό, καρφωμένο στον τοίχο, λίγο πάνω απ’ τον ώμο της. «Παραμονεύει;» απόρησε η Εύα, λες κι άκουγε πρώτη φορά τη λέξη. «Ουφ, ποιος νοιάζεται για τον Μάουρις» είπε ο Λούις με φωνή πιο δυνατή από των άλλων και η Ίζαμπελ σάστισε. Πήρε βαθιά ανάσα, έστρεψε αλλού το βλέμμα. Στάθηκε πιο

YAEL VAN DER WOUDEN 30 ίσια κιόλας. Η Εύα άρχισε να πασπατεύει το πικάπ. Το κοκκίνισμά της είχε φύγει. Ο αυχένας της σκούρος κόντρα στο ξανθό των μαλλιών της. Καθώς έφευγαν ο Χέντρικ και η Ίζαμπελ, η Εύα έγινε πάλι μικροσκοπική και γλυκανάλατη: όρθια πλάι στην πόρτα, κοντούλα, γερμένη πάνω στον Λούις με το χέρι γύρω από τη μέση του, να χαιρετάει, να χαιρετάει. Να λέει: «Τι ωραία! Τι ωραία! Θα τα ξαναπούμε σύντομα!». Νωρίτερα, όταν πήγε προς την Ίζαμπελ για να την αποχαιρετήσει, της έπιασε φευγαλέα τη μέση, σαν να ήθελε να σταθεροποιηθεί. Ένα γρήγορο αλλά σταθερό σφίξιμο. Η Ίζαμπελ ένιωθε ακόμα το βάρος του αγγίγματός της καθώς απομακρύνονταν κατηφορίζοντας τον δρόμο. Έφερε το χέρι της στο σημείο όπου την είχε αγγίξει η Εύα και είπε στον Χέντρικ: «Δεν τη συμπάθησα καθόλου». Ο Χέντρικ γέλασε δυνατά. «Μπα, σοβαρά; Ούτε που το κατάλαβα». «Όχι, δηλαδή…» άρχισε να λέει εκείνη, βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις της. «Όχι, δηλαδή νομίζω… Έχει κάτι… Δεν νομίζω ότι είναι…» «Τι κακογουστιά, Θεέ μου!» σχολίασε ο Χέντρικ σφίγγοντας στα χείλη του ένα τσιγάρο, προσπαθώντας να το ανάψει κόντρα στη θαλασσινή αύρα. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Η θάλασσα χάιδευε την ακτή. «Μου ερχόταν να βάλω τις φωνές. Ω Θεέ μου! Και πώς την άφησε ο Λούις; Κι αυτά τα χαλιά! Απίστευτο. Ποτέ του δεν θα την ξεπλύνει αυτή την ντροπή, ποτέ του δεν θα…» «Για στάσου» είπε η Ίζαμπελ, τόσο σιγανά, που τα λόγια

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ 31 της παρασύρθηκαν απ’ τον άνεμο. Ο Χέντρικ δεν την άκουσε. Οπότε συνέχιζε απαριθμώντας στιγμές: Τότε που η Εύα έκανε εκείνο!… Κι αν η Ίζαμπελ την πρόσεξε τότε που έκανε το άλλο!… Η Ίζαμπελ θυμήθηκε το φευγαλέο γούρλωμα των ματιών της Εύας όταν έλεγε «Μπα, αλήθεια;». Το φούσκωμα των ρουθουνιών της. Την τεντωμένη ραχοκοκαλιά της. Το χέρι της να σφίγγει τη μέση της Ίζαμπελ αποχαιρετώντας την. Τον τρόπο που ο Λούις χαλάρωνε όταν τον άγγιζε η Εύα. «Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου» της είχε πει νωρίτερα ο Χέντρικ. Της το έλεγε τουλάχιστον μία φορά όποτε συναντιούνταν. Αλλά και στο τηλέφωνο και στα γράμματά του: να βγάλει απ’ το μυαλό της τα χρήματα, να βγάλει απ’ το μυαλό της τον τρόπο που η υπηρέτρια καθαρίζει τα παράθυρα, να βγάλει απ’ το μυαλό της τον Γιόχαν και τις προθέσεις του, το επίμονο βλέμμα του, τον τρόπο που την αγκάλιαζε από τη μέση – με τα δάχτυλα ορθάνοιχτα. H Ίζαμπελ τσιμπούσε επίμονα το δέρμα στο χέρι της. Ο Χέντρικ το πρόσεξε. Σταμάτησε να μιλάει και πήρε το χέρι της στο δικό του. Περπατούσε διστακτικά, με βήμα ασταθές. Πλησίαζαν στο αμάξι του. «Θα οδηγήσω εγώ» είπε εκείνη. «Όόόχι» είπε ο Χέντρικ κι έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της. «Καλά είμαι!» «Σου είπα: Θα οδηγήσω εγώ». « Ίζα» επέμεινε εκείνος. «Το τρένο σου! Το δρομολόγιό σου!» «Θα πάρω το τραμ μέχρι τον σταθμό».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=