Στο σπίτι
7 «Σπίτι για να μείνεις, Γκλόρι! Ναι!» είπε ο πατέρας της, και η καρδιά της βούλιαξε στο στήθος. Είχε προσπαθήσει να με ταγγίσει λίγη χαρά στη φράση του, όμως τα μάτια του ήταν υγρά από θλίψη. «Για να μείνεις λιγάκι παραπάνω αυτή τη φορά!» πρόσθεσε εν είδει επανόρθωσης και της πήρε τη βα λίτσα, αφού πρώτα μετέφερε το μπαστούνι του στο πιο αδύ ναμο χέρι του. Ω, Θε μου, σκέφτηκε εκείνη, Θε μου Μεγα λοδύναμε. Έτσι άρχιζαν και τελείωναν όλες οι προσευχές της εκείνο τον καιρό, πραγματικές κραυγές κατάπληξης. Πώς ήταν δυνατόν να είναι τόσο εύθραυστος ο πατέρας της; Και πώς ήταν δυνατόν να είναι τόσο απερίσκεπτα αποφασισμένος να ανταποκριθεί στην ιδέα του περί ιπποτισμού, ώστε να κρε μάσει το μπαστούνι του στην κουπαστή της σκάλας για να μπορέσει, Θεέ και Κύριε, να κουβαλήσει τη βαλίτσα της ως το δωμάτιό της; Κι όμως το έκανε, κι ύστερα στάθηκε πλάι στην πόρτα, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις του. «Είναι το πιο όμορφο δωμάτιο. Σύμφωνα με την κυρία Μπλανκ». Έδειξε τα παράθυρα. «Διαμπερές και ευάερο. Δεν ξέρω. Όλα μού φαίνονται όμορφα εμένα». Γέλασε. «Ε, ναι, είναι καλό σπίτι». Το σπίτι ενσάρκωνε για κείνον την ευλογία που προστάτευε τη ζωή του, ευλογία έκδηλη, πραγματικά αδιαμφισβήτητη. Και ποτέ δεν έπαψε να την αναγνωρίζει, ιδίως όταν τον βοηθούσε ν’ αντέξει κάποια συγκεκριμένη στε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=