Στο σπίτι
Σ Τ Ο Σ Π Ι Τ Ι 19 τα τόσο εμφατικά, ώστε ο γείτονας δεν θα μπορούσε παρά να την εκλάβει ως μομφή. Είπε, «Ασφαλώς πρέπει να ζητήσετε συγγνώμη». Έδειχνε σχεδόν βλοσυρός, αν και φαινόταν να το διασκεδάζει λιγάκι, να το χαίρεται. «Καλά θα κάνετε να τελειώνετε στα γρήγορα μ’ αυτή την υπόθεση» είπε. Όπως πολύ καλά γνώριζαν, μια συγγνώμη που προσφέρεται ελεύθερα είναι πολύ πιο αποτε λεσματική από εκείνη που εκμαιεύεται από την προσβεβλη μένη πλευρά· και καθώς ο γείτονας ήταν άνθρωπος ευέξαπτος, η ισορροπία ανάμεσα σε δίκαιο και άδικο μπορούσε εύκολα να ανατραπεί εις βάρος τους. Έτσι, και οι πέντε βγήκαν στον δρόμο και βάδισαν ως την άλλη άκρη του τετραγώνου. Κάπου στα μισά της διαδρομής τούς πρόλαβε ο Τζακ και ήρθε μαζί τους, λες και οποιαδήποτε τιμωρία έπρεπε πάντοτε να τον περιλαμβάνει. Χτύπησαν την πόρτα του μικρού σκούρου σπιτιού και η σύζυγος την άνοιξε. Φάνηκε αρκετά χαρούμενη που τους έβλεπε και καθόλου έκπληκτη. Τους ζήτησε να περάσουν και αναφέρθηκε στη μυρωδιά από λάχανο που έβραζε, σαν να τους ζητούσε συγγνώμη. Το σπίτι ήταν αραιά επιπλωμένο και πνιγμένο στα βιβλία, στα περιοδικά και τα φυλλάδια, κι όλα απέπνεαν μιαν αίσθηση προσωρινότητας, μολονότι το ζευγά ρι έμενε εκεί πολλά χρόνια. Στους τοίχους κρέμονταν φωτο γραφίες γενειοφόρων, βλοσυρών ανδρών και γυναικών με ανάστατα μαλλιά και γυαλιά χωρίς σκελετό. Ο Τέντι είπε, «Ήρθαμε να ζητήσουμε συγγνώμη». Η γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Τσαλαπατή σατε το χωράφι. Το ξέρω. Κι αυτός το ξέρει. Θα του πω ότι ήρθατε». Έστρεψε το κεφάλι της προς τη σκάλα και μίλησε μάλλον σε μια ξένη γλώσσα, αφουγκράστηκε για μια στιγμή
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=