Στο δάσος

35 Σ Τ Ο Δ Α Σ Ο Σ ταράτσα μιας πολυκατοικίας με το μωρό του κι εγώ κατάφερα να τον αποτρέψω τότε που ήμουν στο Ενδοοικογενειακής Βίας (πραγματικά νομίζω πως πρέπει να ήμουν λίγο μεθυσμένος, άλλος ένας λόγος που είμαι τόσο σίγουρος πως πίναμε ζεστό ουίσκι). Θυμάμαι, ακόμα, μια παθιασμένη συζήτηση για τον Ντίλαν Τόμας, νομίζω, με την Κάσι γονατισμένη πάνω στον καναπέ, να χειρονομεί με έμφαση, έχοντας αφήσει το τσιγάρο της να καίγεται ξεχασμένο στο τασάκι. Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, προσπαθούσαμε να φανούμε έξυπνοι αλλά και προσεκτικοί, σαν ντροπαλά παιδιά που γυροφέρνουν το ένα το άλλο, ελέγχοντας στα κρυφά ύστερα από κάθε εύστοχη ατάκα για να βεβαιωθούμε πως δεν είχαμε ξεπεράσει κάποιο όριο ή πληγώσει τα συναισθήματα του άλλου. Ακούγαμε Firelight και Cowboy Junkies, με την Κάσι να σιγοτραγουδάει με γλυκιά και κάπως τραχιά φωνή. «Τα ναρκωτικά που έπαιρνες από το Βαποράκι» ρώτησα κάποια στιγμή αργότερα «τα πουλούσες στ’ αλήθεια σε φοι­ τητές;» Η Κάσι σηκώθηκε να ανάψει τον βραστήρα. «Μερικές φορές» είπε. «Και δεν σ’ ενοχλούσε αυτό;» «Όλα μ’ ενοχλούσαν στη δουλειά μου ως μυστικής» είπε η Κάσι. «Όλα». Όταν πήγαμε στο γραφείο το επόμενο πρωί, ήμασταν φίλοι. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο απλό: φυτέψαμε τους σπόρους δίχως να το σκεφτούμε, και ξυπνήσαμε με την ολόδική μας φασολιά. Στο διάλειμμα έπιασα το βλέμμα της Κάσι και της έκανα νόη­ μα για τσιγάρο. Βγήκαμε έξω και καθίσαμε σταυροπόδι σ’ ένα παγκάκι, πιάνοντας τις δύο άκρες, σαν βιβλιοστάτες. Στο τέλος της βάρδιας με περίμενε γκρινιάζοντας για το πόση ώρα έκα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=