Στο δάσος

27 Σ Τ Ο Δ Α Σ Ο Σ είναι χαμένες από χέρι –δεν υπήρχε κανένα στοιχείο, κανείς δεν είχε δει τίποτα, κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα, κι όποιος τον σκότωσε ήταν μάλλον τόσο μεθυσμένος ή φτιαγμένος, που δεν θα θυμόταν καν ότι το είχε κάνει–, οπότε o υπερβολικός ζήλος κι ο ενθουσιασμός του νέοπα είχε αρχίσει κάπως να ξεθωριάζει. Επιπλέον, μου είχαν δώσει ως συνεργάτη τον Κου­ ίγκλι, και το πράγμα δεν πήγαινε καλά. Το χιούμορ του εξα­ ντλούνταν στην αναπαράσταση εκτενών αποσπασμάτων από τις ταινίες Γουάλας και Γκρόμιτ , ακολουθούμενη από μια μί­ μηση του χαρακτηριστικού γέλιου του Γούντι του Τρυποκάρυ­ δου προκειμένου να τονίσει πόσο αστεία ήταν, και είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως τον είχαν βάλει μαζί μου όχι επειδή θα ήταν φιλικός με τον καινούργιο, αλλά επειδή κανείς άλλος δεν τον ήθελε για συνεργάτη. Δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε την ενέργεια να γνωριστώ με την Κάσι. Μερικές φορές αναρωτιέ­ μαι πόσον καιρό θα μπορούσαμε να είχαμε συνεχίσει έτσι. Ακόμα και στους κόλπους μιας μικρής ομάδας πάντα υπάρχουν άτομα με τα οποία ποτέ δεν προχωράς πέρα από έναν χαιρε­ τισμό και ένα φευγαλέο χαμόγελο στους διαδρόμους, απλώς και μόνο επειδή δεν τυχαίνει να διασταυρωθούν οι δρόμοι σας πουθενά αλλού. Γίναμε φίλοι εξαιτίας του μοτοποδηλάτου της, μιας κρεμ βέσπας του 1981 που για κάποιον λόγο, παρά την κλασική γραμμή της, μου θυμίζει χαρωπό μπασταρδάκι με γονίδια μπόρντερ κόλεϊ. Τη λέω «Μπουρούχα» για να πειράζω την Κάσι, ενώ εκείνη, με τη σειρά της, αποκαλεί το ταλαιπωρημέ­ νο λευκό Λαντ Ρόβερ μου «Γκομενοπαγίδα», με κάποιο περι­ στασιακό σχόλιο συμπόνιας για τις φιλενάδες μου, ή «Κινητή Μόλυνση», όταν είναι στις κακές της. Η Μπουρούχα διάλεξε μια αφόρητα υγρή, ανεμοδαρμένη μέρα του Σεπτέμβρη για να χαλάσει έξω από τη δουλειά. Έβγαινα από το πάρκινγκ, όταν είδα αυτό το κοριτσάκι με το κόκκινο αδιάβροχό του, ίδιο ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=